Από την Ψαρού στην... μπουζού βρέθηκαν εν μια νυκτί δύο λιμενικοί στη Μύκονο, οι οποίοι από διώκτες του εγκλήματος -μάλιστα με θέσεις στο Γραφείο Ασφαλείας, Δίωξη Ναρκωτικών Ουσιών- έγιναν κατηγορούμενοι για υπόθεση ναρκωτικών!
Οι δύο άνδρες Γ.Μ. και Ν.Σ., λιμενοφύλακες στο επάγγελμα, βρέθηκαν έπειτα από μία μυστική επιχείρηση της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων ενώπιον του τρίτου τακτικού ανακριτή Πειραιά, αντιμέτωποι για βαρύτατες κακουργηματικές πράξεις, και στη συνέχεια στη φυλακή, αφού ανακριτής και εισαγγελέας συμφώνησαν ότι πρέπει να κρατηθούν προσωρινά. Μία καταγγελία από έγκλειστο των φυλακών, σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένοι υπάλληλοι του Λιμεναρχείου Μυκόνου εμπλέκονται σε αξιόποινες πράξεις, οδήγησε στον εντοπισμό μίας -κατά την κατηγορία- εγκληματικής ομάδας, η οποία το καλοκαίρι του 2013 διακινούσε στο νησί ναρκωτικά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το «εμπόρευμα», όπως προκύπτει από το διαβιβαστικό των Αρχών, ξεκινούσε από το λιμάνι της Ραφήνας ή του Πειραιά, μέσα σε ένα ασυνόδευτο όχημα, που φορτωνόταν στο πλοίο της γραμμής. Η πληρωμή φέρεται μάλιστα να γινόταν με τον ίδιο τρόπο, όταν το καράβι επέστρεφε στην Αττική. Τη διανομή φέρονται πως είχαν αναλάβει οι υπόλοιποι έξι κατηγορούμενοι, οι οποίοι εμφανίζονται να εργάζονταν σε εταιρεία κούριερ. Οι αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους εμπλεκόμενους κατά περίσταση είναι εγκληματική οργάνωση και διεύθυνση σε αυτή, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, δωροδοκία, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, υπόθαλψη εγκληματία, παράβαση καθήκοντος, παράνομη οπλοκατοχή, χρήση ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατά μόνας και άλλα.
Η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων «εντόπισε» τους δύο λιμενικούς, που κατηγορούνται ότι «υποβοηθούσαν την οργάνωση», διατηρώντας διαπροσωπικές σχέσεις με τον άνδρα που φέρεται ως αρχηγός της. Στο διαβιβαστικό αναφέρεται ότι οι λιμενοφύλακες «εμφαίνεται να μην εκτελούν τις διαταγές που τους δίνονται από το λιμενάρχη Μυκόνου και συνεννοούνται μεταξύ τους για το τι θα ισχυριστούν σε περίπτωση που χρειαστεί να αναφέρουν».
Από την άλλη, οι συντάκτες του εγγράφου σημειώνουν: «ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τη σχέση των δύο ανδρών. Χωρίς να μπορεί να αποσαφηνιστεί πλήρως αν δρουν αυτοβούλως ή όχι, έρχονται σε επαφή με διακινητές ναρκωτικών ουσιών, προκειμένου να λάβουν πληροφορίες αλλά και να "στήσουν" κάποιες αγοραπωλησίες ναρκωτικών ουσιών με απώτερο σκοπό να συλλάβουν τους αγοραστές και να παρουσιάσουν έργο στην υπηρεσία τους».
Οι ίδιοι -όπως υποστηρίζει ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης, Αλ. Κούγιας- δεν έκαναν τίποτα άλλο από τη δουλειά τους. «Από την ημέρα της σύλληψης των δύο παιδιών, οι έμποροι ναρκωτικών στις Κυκλάδες πανηγυρίζουν», αναφέρει ο δικηγόρος προσθέτοντας πως με την υπόθεση αυτή «το αυτονόητο καταργήθηκε και αντί να παρασημοφορήσουν τα παιδιά και το διοικητή τους, που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφεραν να διαλύσουν το κύκλωμα των ναρκωτικών σε Μύκονο και Κυκλάδες, τους οδήγησαν σιδεροδέσμιους και τους κατέστρεψαν. Γιατί ακόμα και αν αθωωθούν, ο στιγματισμός έχει μείνει».
Βέβαια, στο διαβιβαστικό δεν καταγράφεται κάποια «μυστική αποστολή», αλλά ότι οι δύο προφυλακισμένοι κατηγορούμενοι, μεταξύ άλλων, εκμυστηρεύονταν σε συγκατηγορούμενούς τους υπηρεσιακές συζητήσεις, ανταλλάσσουν πληροφορίες, προωθούν προς πώληση ναρκωτικά και προσχεδιάζουν αγοραπωλησίες ναρκωτικών ουσιών. Μάλιστα γίνεται αναφορά σε τηλεφώνημα ενός Λιμενικού σε κατηγορούμενο, όπου τον ενημερώνει για συλλήψεις της αστυνομίας Μυκόνου, εξηγώντας πως «ο λιμενάρχης τους "έβαλε χέρι", επειδή έχουν το νούμερο ένα του νησιού και δεν κάνουν τίποτα».
Εμφανίζεται επίσης, από τις τηλεφωνικές συνομιλίες να προσχεδιάζουν «δουλειές» με το να «φορτώνουν» σε άλλους ναρκωτικές ουσίες, ώστε να τους ενοχοποιήσουν και να τους συλλάβουν. Στις 4.8.13 στις 22.09 ο Α.Γ. (σ.σ. δεν περιλαμβάνεται στους κατηγορούμενους) προτείνει σε έναν εκ των λιμενικών να βάλουν ναρκωτικές ουσίες σε άτομο, που κατονομάζεται, λέγοντας χαρακτηριστικά «να του βάλει πέντε». Ο λιμενικός συμφωνεί στο «στήσιμο», αλλά «κάποια άλλη μέρα που να μην έχει δουλειά».
«Προσποιούμασταν τους διεφθαρμένους»
Ολα ήταν μια παρεξήγηση. Μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Οι συνομιλίες παρερμηνεύθηκαν, με αποτέλεσμα οι δύο λιμενικοί να φαίνονται επίορκοι, αντί για... εκδικητές του εγκλήματος.
Οι κατηγορούμενοι άνδρες του Λιμενικού Σώματος, όταν βρέθηκαν στο γραφείο του δικαστικού λειτουργού, αρνήθηκαν τις πράξεις που τους αποδίδονται. Λέει χαρακτηριστικά ο Ν.Σ. στο απολογητικό του υπόμνημα: «Οι συμπεριφορές που μου αποδίδονται δεν είναι τίποτε περισσότερο από απλές τηλεφωνικές συνομιλίες μου, οι οποίες δεν αποσκοπούσαν στην τέλεση εγκλημάτων εκ μέρους μου και γι' αυτό δεν εξελίχθηκαν σε καμία περίπτωση σε συγκεκριμένη ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά. Αντιθέτως, αποσκοπούσαν στην ψευδή και προσχηματική εμφάνισή μου ως δήθεν "επιρρεπή στη διαφθορά" λιμενικού έναντι συγκεκριμένων προσώπων που ενδιέφεραν την υπηρεσία μου λόγω της δράσης τους στο χώρο των ναρκωτικών, με σκοπό τη λήψη πληροφοριών για επικείμενες εγκληματικές ενέργειες, οι οποίες θα έπρεπε να παταχθούν και τελική επιδίωξη τη σύλληψη της συμμορίας - που ήταν γνωστοί διακινητές στο νησί της Μυκόνου και στους μεγαλέμπορους των Αθηνών που την προμήθευαν».
Σε άλλο σημείο των γραπτών του εξηγήσεων εξηγεί ότι δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν ως απλοί αγοραστές, αφού ήταν γνωστοί στο νησί, καθώς και για τις επίμαχες δραστηριότητές τους υπήρχε φάκελος στα αρχεία του υπολογιστή του γραφείου, ενώ ήταν «συνεχώς ενήμερος ο διοικητής μας», ο οποίος περιλαμβάνεται στους μάρτυρες υπεράσπισης.
«Σπανίως, παρείχαμε αθώες πληροφορίες ή επιβεβαιώσεις που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να θίξουν το έργο της υπηρεσίας», ισχυρίζεται και συνεχίζει, «συνηθέστερα τάζαμε στους συνομιλητές μας εξυπηρετήσεις που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να προσφέρουμε λόγω αναρμοδιότητας ή επινοούσαμε φανταστικές εξυπηρετήσεις, προκειμένου να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους».
Ελευθεροτυπία
Της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΞΥΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου