Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αν πρέπει να εξετάσει κανείς πιο ενδελεχώς ορισμένα επί μέρους σημεία σε αυτή τη συζήτηση κατ’ άρθρο, θα έλεγα ότι υπάρχουν πολλά σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης μνείας.
Ξεκινώντας από το άρθρο 1, την κεφαλίδα του σχεδίου νόμου, σημειώνω κατ’αρχάς το γεγονός ότι στις αρμοδιότητες του Γραφείου περιλαμβάνεται – πέρα από την παρακολούθηση της πειθαρχικής διαδικασίας – και η διερεύνηση των περιστατικών αυθαιρεσίας αυτή καθ’εαυτή.
Αυτή η σημαντική πρόβλεψη σε περιπτώσεις σοβαρών περιστατικών που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου, αποτελεί την εγγύηση ότι σοβαρές υποθέσεις που είτε έχουν προκαλέσει την κοινωνία είτε είναι ιδιαίτερης σημασίας για τα ίδια τα σώματα ασφαλείας, θα τυγχάνουν διερεύνησης από το Γραφείο με ευθύνη ενός εκ των μελών της διοικούσας Επιτροπής.
Ειπώθηκε βέβαια ότι αυτό δεν έχει σημασία από τη στιγμή που το νέο όργανο δεν μπορεί να λειτουργήσει και ως πειθαρχικό, να επιβάλει δηλαδή και την πειθαρχική ποινή.
Επαναλαμβάνω εδώ, το είπα και χθες, ότι πρόθεσή μας δεν είναι μεταρρυθμίσουμε το πειθαρχικό δίκαιο των σωμάτων ασφαλείας με αυτό το σχέδιο νόμου. Πρόθεσή μας είναι να περιβληθεί με περισσότερο κύρος, ανεξαρτησία και αμεροληψία η πειθαρχική διαδικασία. Και νομίζω ότι αυτό επιτυγχάνεται με τη σύνθεση της Επιτροπής που διοικεί το Γραφείο. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τρεις ανώτατοι δικαστικοί, ακόμη κι αν έχουν διοριστεί από τον εκάστοτε Υπουργό, δεν έχουν εχέγγυα αμεροληψίας.
Έτσι, προσδίδεται ιδιαίτερο κύρος, μεγαλύτερη ανεξαρτησία και αμεροληψία στην εξέταση της υπόθεσης, από έναν θεσμό που όπως ανέφερα και χθες φέρει τα ποιοτικά στοιχεία εκείνα που διαπνέονται από το πνεύμα των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, δηλαδή διοικείται από δικαστικούς λειτουργούς και όχι από συναδέλφους των ελεγχόμενων, οι οποίοι είναι πεπειραμένοι και αίρουν κάθε αμφιβολία μεροληψίας που θα μπορούσε να υπάρξει.
Επίσης, οφείλω να σταθώ στη δυνατότητα που δίδεται στην παράγραφο 2 για αυτεπάγγελτη παραγγελία έρευνας από το Γραφείο, αλλά και για την ανώνυμη καταγγελία, όπου στάθηκαν πολλοί συνάδελφοι και χθες και σήμερα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που περιστατικά αυθαιρεσίας έχουν έρθει στο φως χάρη στη δημοσιογραφική έρευνα ή χάρη στην τυχαία παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων σε τόπο και χρόνο που συνέβησαν τέτοια περιστατικά.
Χαρακτηριστική περίπτωση, όπως θα θυμάστε, είναι αυτή της ‘ζαρντινιέρας’, αλλά και πολλά ρεπορτάζ που παρουσιάζουν τέτοιες υποθέσεις με πολλά στοιχεία, επαρκή να οδηγήσουν σε διερεύνηση τα πειθαρχικά όργανα. Και εμμέσως απαντώ με την αναφορά στην υπόθεση της ζαρντινιέρας, σε όσους απορούν και εξίστανται για το ότι μίλησα χθες για περιπτώσεις συγκάλυψης.
Υπενθυμίζω ότι στην υπόθεση της ζαρντινιέρας, η πειθαρχική διαδικασία είχε βγάλει καθαρούς τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς, ταυτόχρονα δε η ποινική έρευνα είχε οδηγηθεί ή καθοδηγηθεί εξαιτίας της εσφαλμένης πειθαρχικής έρευνας, στο να χρεώσει το θύμα της υπόθεσης με σοβαρές, αλλά πέρα για πέρα ψευδείς ποινικές κατηγορίες. Εδώ λοιπόν τι λέτε ότι πρέπει να γίνεται;
Πρέπει το Γραφείο να περιμένει την επώνυμη καταγγελία του παθόντος ή την επώνυμη καταγγελία του δημοσιογράφου ή του οποιουδήποτε πολίτη έτυχε να τραβήξει με την κάμερά του μία σκηνή που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να διωχθεί ένας αστυνομικός; Όχι κύριοι συνάδελφοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το Γραφείο δεν θα περιμένει κάποια καταγγελία, η οποία μπορεί να μη γίνει και ποτέ, αλλά θα προχωρά άμεσα στην παραγγελία έρευνας.
Δεν ξέρω γιατί αυτό ξενίζει ορισμένους, αφού και ο κάθε εισαγγελέας, όπως γνωρίζετε, όταν περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο εις γνώση του η τέλεση κάποιου εγκλήματος, έχει την ευχέρεια αν κρίνει ότι υπάρχει λόγος, να παραγγείλει προανάκριση.
Επιπλέον, όσον αφορά στην ανώνυμη καταγγελία. Εδώ, οι συνάδελφοι που έθιξαν το θέμα, φρονώ ότι δεν έχουν δίκιο. Κατ’αρχάς, η ίδρυση του Γραφείου αποβλέπει στη δημιουργία ενός θεσμού που θα ασχολείται με διοικητική έρευνα. Θυμίζω ότι η πειθαρχική έρευνα είναι διοικητική. Γι’αυτό, πρέπει οι αρχές και οι διαδικασίες που διέπουν το νέο θεσμό να συμβαδίζουν με τις αρχές και τις διαδικασίες του πειθαρχικού δικαίου. Επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά ότι δεν εισάγουμε νέο πειθαρχικό δίκαιο, απλά προσπαθούμε να βελτιώσουμε τις υφιστάμενες διαδικασίες. Εξ αυτής της αιτίας, η λογική, αλλά και η νομική επιστήμη που πρέπει να διέπεται από μία ενότητα στις αρχές και τη δικονομία της, επιβάλλουν να κινηθούμε στα χνάρια του πειθαρχικού δικαίου που υφίσταται και εφαρμόζεται απρόσκοπτα επί δεκαετίες στη χώρα.
Εκεί λοιπόν, στο άρθρο 23 του προεδρικού διατάγματος 120/2008 με που αφορά στο πειθαρχικό δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού, στην παράγραφο 3, προβλέπεται ρητά η δυνατότητα της ανώνυμης καταγγελίας, η οποία εξετάζεται στην ουσία της μόνο αν περιέχει επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν τη διενέργεια έρευνας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι υποθέσεις τίθενται στο αρχείο. Να σημειώσω εδώ ότι αντίστοιχες διατάξεις υπάρχουν και για τα άλλα σώματα ασφαλείας και όχι μόνο για την αστυνομία.
Γι’αυτό ακριβώς είναι άστοχο να λέει κανείς ότι θα ταλαιπωρηθεί και υποβληθεί σε έξοδα ο αστυνομικός που θα αντιμετωπίσει μία εξόφθαλμα κακόβουλη καταγγελία. Αυτή η καταγγελία δεν θα φτάσει ποτέ ούτε καν στο στάδιο της διερεύνησης. Αλλά ακόμη κι αν φτάσει εκεί, κύριοι συνάδελφοι, το επιχείρημα των εξόδων είναι και πάλι άστοχο. Ακόμη και στο στάδιο της διερεύνησης, ο διερευνώμενος δεν υποβάλλεται σε έξοδα, γιατί πολύ απλά το πολύ πολύ να κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας. Είναι η ίδια ακριβώς δικονομία που εφαρμόζουν και τα δικαστήρια.
Μέχρι να καταστεί κάποιος κατηγορούμενος, δεν χρήζει υπεράσπισης και δεν δαπανά το παραμικρό, ούτε καν για φωτοτυπίες, αφού δεν δικαιούται σε αυτό το στάδιο ούτε καν να λάβει γνώση της δικογραφίας.
Και συνεχίζω για να κλείσει οριστικά το θέμα αυτό. Ακόμη και στην περίπτωση που τελικά γίνει η διερεύνηση. Ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος φτάσει να δικάζεται ως κατηγορούμενος αδίκως. Παραπέμπω τους συναδέλφους στο προεδρικό διάταγμα 15/2007, στα άρθρα 1, 2 και 3.
Εκεί, όσοι δικηγόροι ή αστυνομικοί δεν είναι ενήμεροι, μπορούν να ενημερωθούν για τη διαδικασία με την οποία θα καλύπτονται και τα έξοδα της δίκης και η αμοιβή του συνηγόρου τους στην περίπτωση που υπέστησαν άδικες ποινικές διώξεις και αθωώθηκαν.
Υπενθυμίζω δε, για όσους ξεχνούν τη δικαιολογητική βάση τέτοιων ρυθμίσεων το εξής: ο λόγος που δίδεται στους πολίτες η δυνατότητα της ανώνυμης καταγγελίας, είναι ότι ο αστυνομικός ασκεί ένα είδος δημόσιας εξουσίας σαφώς ενδυναμωμένο σε σχέση με οποιοδήποτε δημόσιο υπάλληλο. Οι αρμοδιότητες του αστυνομικού σχετίζονται με περιορισμό πολύ σοβαρών ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, όπως είναι η ελευθερία, τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, το οικιακό άσυλο, η σωματική έρευνα και άλλα πολλά.
Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης τέτοιων αρμοδιοτήτων, ο πολίτης είναι ανίσχυρος. Γι’ αυτό, ο φόβος του ότι μπορεί να βρεθεί σε αυτή την ανίσχυρη θέση, λειτουργεί ανασταλτικά κάποιες φορές και τον οδηγεί να φοβάται την επώνυμη καταγγελία.
Τέλος, επειδή κάποιος συνάδελφος αναρωτήθηκε γιατί δημιουργούμε θεσμούς που δρουν παράλληλα στον πειθαρχικό έλεγχο. Αυτό είναι λάθος. Το Γραφείο δεν λειτουργεί παράλληλα με κανένα θεσμό. Ασκεί εποπτεία επί του πειθαρχικού ελέγχου.
Αλλά και όταν ασκεί διερεύνηση υποθέσεως σύμφωνα με την παράγραφο 4, δεν υπάρχει καμία άλλη παράλληλη διερεύνηση, διότι ισχύει η αρχή της αποκλειστικότητας. Παραπέμπω ως προς αυτό στην παράγραφο 4 εδάφιο 3, όπου ρυθμίζεται ρητά το θέμα με αναστολή κάθε πειθαρχικής διαδικασίας που ενδεχομένως έχει κινηθεί από άλλο αρμόδιο όργανο.
Εν συνεχεία, θα σταθώ στην παράγραφο 5, η οποία εισάγει ουσιαστικά μία διαδικασία επανάληψης της πειθαρχικής δίκης στις περιπτώσεις καταδίκης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένοι συνάδελφοι. Κατ’αρχάς, όπως είπα και νωρίτερα, δεν ήρθαμε με αυτό το σχέδιο νόμου να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Σε όλες τις ρυθμίσεις που εισάγουμε, υπάρχει κάποια αντίστοιχη διαδικασία ή κάποια διεθνή κείμενα που θέτουν ορισμένες προδιαγραφές.
Έτσι, λοιπόν κι εδώ, δεν είναι δυνατόν να λέει κανείς ότι όταν η χώρα δικάστηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να μένει απαθής. Πού είναι εδώ η απονομή δικαιοσύνης, όταν το πειθαρχικό με σφάλματα στη διαδικασία του και την κρίση του αθώωσε έναν αστυνομικό και οδήγησε έναν πολίτη, όχι μόνο στο να χάσει όλα τα δικαστήρια, αλλά ακόμη και να καταδικαστεί για τη συκοφαντική δυσφήμηση του αστυνομικού; Επιβάλλεται εδώ η άμεση αντίδραση της πολιτείας σε όλα τα επίπεδα.
Και όπως στον κώδικα ποινικής δικονομίας προβλέπεται στο άρθρο 525, παράγραφος 1 περίπτωση 5 η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας σε περίπτωση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που διαπιστώνει παραβίαση δικαιώματος που αφορά στο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε, έτσι και εμείς εισάγουμε αυτή τη δυνατότητα και στο πειθαρχικό δίκαιο.
Παρεμπιπτόντως εδώ, επειδή κάποιος συνάδελφος ρώτησε χθες, σας ενημερώνω ότι μόνο από το 2004 μέχρι σήμερα έχουμε 9 καταδίκες της χώρας για θέματα που προβλέπονται στο παρόν σχέδιο νόμου, δηλαδή κακοποίηση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, αναποτελεσματική έρευνα, έλλειψη διερεύνησης ρατσιστικών κινήτρων και κακή χρήση όπλου.
Κλείνω το θέμα αυτό, λέγοντας ότι η επανάληψη της διαδικασίας δεν επηρεάζεται από το χρόνο παραγραφής, καθώς αυτός αναστέλλεται ανάμεσα στην αρχική απόφαση του πειθαρχικού οργάνου και στο χρόνο έκδοσης της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Πρόκειται για μία σημαντική διάταξη που δίδει τη δυνατότητα ανάσυρσης από το αρχείο πειθαρχικών υποθέσεων στις οποίες αποδεδειγμένα το θύμα περιστατικού αυθαιρεσίας έχει αδικηθεί και ενδεχομένως να έχει μπλέξει και πολύ χειρότερα με την ελληνική δικαιοσύνη.
Υπενθυμίζω τέλος για όσους δεν το γνωρίζουν, ότι η Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει θέσει πολλάκις ερώτημα προς την Ελλάδα αν υπάρχει η δυνατότητα επανάληψης των πειθαρχικών διαδικασιών που κρίθηκαν ανεπαρκείς ή μεροληπτικές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Έτσι, η Ελλάδα καλύπτει πλέον αυτό το κενό και αποδεικνύει έμπρακτα προς πάσα κατεύθυνση ότι όχι μόνο σέβεται τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αλλά ότι ταυτόχρονα ανοίγει και το δρόμο στα θύματα καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων για πλήρη δικαίωσή τους στα πλαίσια της δικαιοδοσίας των ελληνικών θεσμών απόδοσης δικαιοσύνης.
Κλείνω με το άρθρο 1, τονίζοντας την παράγραφο 9, όπου προβλέπεται η σύνταξη ετήσιας έκθεσης εκ μέρους της Επιτροπής η οποία θα αποτελέσει αδιαμφισβήτητα ένα εργαλείο που χρησιμεύσει για διαρκή αξιολόγηση και βελτίωση των λειτουργιών και του Γραφείου και της πειθαρχικής διαδικασίας ευρύτερα. Η υποβολή μάλιστα της έκθεσης αυτής και στα μέλη της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, σε εσάς δηλαδή κ.συνάδελφοι, αποτελεί την εγγύηση ότι όλα τα παραπάνω δεν θα γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες, εν κρυπτώ και παραβύστω, αλλά με όρους διαφάνειας και λογοδοσίας στο εθνικό κοινοβούλιο.
Μάλιστα, σας ενημερώνω ότι έχω δώσει εντολή και θα ρυθμιστεί άμεσα και το θέμα της ανάρτησης στο διαδίκτυο της συνολικής δουλειάς που θα κάνει το γραφείο, με στατιστικά και άλλα στοιχεία, ώστε ο κάθε πολίτης να μπορεί να ενημερώνεται για το θεσμό αυτό και το τι προσφέρει κάθε έτος.
Στα άρθρα 2, 3 και 4 θα έλεγα εν συντομία ότι ρυθμίζονται οργανωτικά ζητήματα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη με τα οποία κατά κύριο λόγο γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές σε υφιστάμενες δομές, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία τους και η εκπλήρωση των σκοπών τους. Έτσι, έχουμε στο άρθρο 2 την εξασφάλιση της συμμετοχής των Γενικών Γραμματέων Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας και του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας στο Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας, καθώς και του Αρχηγού και Υπαρχηγού του Λιμενικού Σώματος.
Επιπλέον, στο άρθρο 3 συνιστάται αυτοτελής υπηρεσία για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, κάτι που θα αποτελέσει το υπομόχλιο της ανάπτυξης όλων των πολιτικών του Υπουργείου που έχουν να κάνουν με κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.
Η δημιουργία αυτής της υπηρεσίας ήταν επιβεβλημένη από αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου για λόγους διαφάνειας, ανεξαρτησίας και ελέγχου των θεμάτων αυτών, και έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις εκείνες που απαιτούνται για την ορθή διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων και την απορρόφησή τους από την Ελλάδα.
Να σημειώσω εδώ ότι έχει επισημανθεί από τα ευρωπαϊκά όργανα ότι το υπάρχον τμήμα διαχείρισης δεν πληροί τις προϋποθέσεις που έχει θέσει το ευρωκοινοβούλιο.
Και για το λόγο αυτό, επειδή από όσο αντιλαμβάνομαι υπήρξε και από την πλευρά της ΝΔ μία συμφωνία και κατανόηση όσον αφορά στην αξία αυτής της πρότασης, αποδέχομαι την πρόταση του κ.Νάκου, προκειμένου το Γραφείο αυτό να υπάγεται απευθείας στον Υπουργό.
Τέλος, στο άρθρο 4 αναβαθμίζεται ο ρόλος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας και ταυτόχρονα δίδεται η δυνατότητα να συμμετέχουν σε αυτό ως Δ/ντής ή Αναπληρωτής Δ/ντής εν ενεργεία στελέχη του Υπουργείο, έτσι ώστε να υπάρχει καλύτερη διασύνδεση του έργου του ΚΕΜΕΑ με τις υπηρεσιακές ανάγκες.
Στο άρθρο 5, στο οποίο έγινε και χθες ιδιαίτερη μνεία λόγω της σπουδαιότητάς του στον πόλεμο κατά της διαφθοράς στο δημόσιο, πρέπει να πω ότι υπάρχει διττή διεύρυνση της αποστολής της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων.
Αυτή αφορά και στο υποκείμενο και στο αντικείμενο της έρευνας. Δηλαδή διευρύνεται καταρχάς ο κύκλος των ερευνώμενων προσώπων που είναι πλέον όλοι οι υπάλληλοι και λειτουργοί του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, αλλά και οι υπάλληλοι και οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διεθνών οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Πρέπει να πω εδώ, ειδικά για τους διεθνείς οργανισμούς, ότι ο έλεγχος των υπαλλήλων και αξιωματούχων τους είναι κάτι που έχει ζητήσει και η οργάνωση «Διαφάνεια Ελλάς».
Από την άλλη πλευρά, διευρύνεται και ο κύκλος αδικημάτων περί την υπηρεσία που ερευνά η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, καθώς μέχρι σήμερα ερευνούσε μόνο το αδίκημα της δωροδοκίας, ενώ τώρα πια διερευνά όλα τα αδικήματα που συνιστούν διαφθορά σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς, η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το ν.3666/2008.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτά σε συνδυασμό με την πρόβλεψη εφοδιασμού της Υπηρεσίας με εργαλεία, όπως η απλούστευση άρσης φορολογικού, τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου, αλλά και με εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο έχει και κίνητρα ευδόκιμης υπηρεσίας, σηματοδοτούν την έναρξη μιας νέας εποχής στην καταπολέμηση της διαφθοράς στο δημόσιο και αποτελούν παράλληλα την υλοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεων του ΠΑΣΟΚ για καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα.
Θέλω να πιστεύω ότι τα αποτελέσματα της λειτουργίας της νέας, ενισχυμένης Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων θα έρθουν πολύ σύντομα και θα δώσουν απαντήσεις εντός και εκτός Ελλάδος, σε όλους όσους μέμφονται το ελληνικό κράτος ότι υποθάλπει τη διαφθορά δια της αδράνειας και της συγκάλυψης, αλλά και ότι, πάνω απ’όλα, θα πείσει τους έλληνες πολίτες και την κοινωνία που έχουν υποφέρει τόσο πολύ από τα κρούσματα διαφθοράς, ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση αλλάζει.
Ότι μπαίνει σε μια νέα εποχή όπου δεν χωρούν καταχρήσεις δημόσιας εξουσίας εις βάρος πολιτών που απλώς θέλουν να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους, με τρόπους διαφανείς και όχι με συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, αλλά και με ισότητα απέναντι στο νόμο.
Αυτά τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο άρθρο 5, είναι εν τέλει κ.συνάδελφοι, μία δέσμη εγγυήσεων προς την πληγωμένη ελληνική κοινωνία, προς τους πληγωμένους θεσμούς της δημοκρατίας μας ότι μπαίνει πια ένας φραγμός σε κάθε πρακτική που αντιστρατεύεται τις αρχές της ορθής διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων, της δημόσιας εξουσίας και της δημόσιας περιουσίας.
Ερχόμενος στο άρθρο 6 του σχεδίου νόμου, θέλω να πω ότι η διάθεση των κατασχεμένων οχημάτων στις αστυνομικές αρχές, αλλά και στις Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής, έρχεται να ανταποκριθεί στα αιτήματα και στις ανάγκες των σωμάτων αυτών. Να σημειωθεί εδώ ότι η διαδικασία ίσχυε ήδη για το Πυροσβεστικό Σώμα, το ΣΔΟΕ και τα τελωνεία και βασίζεται στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος που προκύπτει από τη χρήση τέτοιου είδους οχημάτων.
Για τα άρθρα που ακολουθούν, δηλαδή από το 7 έως και το 16, θα έλεγα ότι εντάσσονται όλα σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων που έχουν να κάνουν με αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της αστυνομίας και της πυροσβεστικής, με τακτοποίηση εκκρεμοτήτων προς το status του προσωπικού και με οικονομική και ηθική ενίσχυση αυτού. Έτσι, έχουμε:
Στο άρθρο 7 τη σύσταση 5 θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού στο Αρχηγείο της Αστυνομίας που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη των μακροπρόθεσμων στρατηγικών εσωτερικής ασφάλειας. Στο σημείο αυτό, επειδή άκουσα την κριτική ότι είναι φωτογραφική η διάταξη, καλώ τους συναδέλφους που έχουν ενδεχομένως αμφιβολίες να δουν καλύτερα τη διατύπωση του άρθρου, όπου όταν μιλάει για πρόσληψη κατά τις ισχύουσες διατάξεις, παραπέμπει στη διαδικασία του ΑΣΕΠ.
Στο άρθρο 8 τη ρύθμιση της εκκρεμότητας με την ιθαγένεια των ομογενών που υπηρετούν στην αστυνομία. Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι υπάρχουν μέχρι σήμερα αστυνομικοί που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια, ενώ ήδη στο στρατό το θέμα έχει ρυθμιστεί.
Με το άρθρο 9, προστίθεται στα μοριοδοτούμενα κριτήρια πρόσληψης ειδικών φρουρών, η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας στην Προεδρική Φρουρά.
Είναι ευνόητο νομίζω ότι η πολιτεία έχει χρέος έστω και σε αυτή την ελάχιστη αναγνώριση προς τους νέους που έχουν δείξει την ποιότητά τους υπηρετώντας εκεί.
Θέλω να τονίσω εδώ ότι κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, είναι για μένα αξιομνημόνευτη η στάση των υπηρετούντων στην Προεδρική Φρουρά κάθε φορά που προκλήθηκαν επεισόδια μπροστά από το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη.
Στο άρθρο 10 προβλέπεται ο θεσμός της μόνιμης διαθεσιμότητας.
Πρόκειται για αναγνώριση όσων τραυματίστηκαν στο καθήκον και λόγω της σοβαρότητας του τραυματισμού δεν είναι σε θέση ούτε καν να εκτελέσουν υπηρεσία γραφείου.
Σε ελάχιστη αναγνώρισή τους, αυτοί διατηρούνται στο Αστυνομικό Σώμα και ταυτόχρονα δίδεται το μήνυα προς όσους υπηρετούν και τις οικογένειές τους ότι η πολιτεία δεν πρόκειται να αδιαφορήσει γι’αυτούς, αν στην εκτέλεση του καθήκοντος υποστούν τόσο σοβαρές βλάβες.
Στο άρθρο 11, προβλέπεται η δυνατότητα παράτασης του χρόνου παραμονής των συνταξιούχων μετόχων του Ειδικού Λογαριασμού Αρωγής, από 5 σε 10 χρόνια, ενώ επεκτείνονται οι περιπτώσεις ενίσχυσης.
Να σημειώσω ότι ο λογαριασμός αυτός είναι θεσμός αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης των αστυνομικών και του πολιτικού προσωπικού του υπουργείου, τον οποίο συντηρούν οι υπάλληλοι με δικές τους συνδρομές.
Με το άρθρο 12 προβλέπεται η μεταφορά των Ομάδων Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφής από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας στην Αστυνομία. Αυτό κρίθηκε επιβεβλημένο, καθώς η Αστυνομία έχει τις κατάλληλες δομές και την τεχνογνωσία που ταιριάζει στη φύση του έργου της συγκεκριμένης ομάδας.
Με τα άρθρα 13 και 14 μπαίνουμε πλέον στη ρύθμιση των θεμάτων της πυροσβεστικής.
Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 13 ρυθμίζεται το κενό που υπήρχε έτσι ώστε να δικαιούνται να προσληφθούν στην πυροσβεστική συγγενείς θυμάτων που υπηρετούσαν ως πυροσβεστικοί υπάλληλοι εποχιακής απασχόλησης και όχι μόνο συγγενείς όσων ήταν μόνιμοι στο πυροσβεστικό σώμα.
Αυτό επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι και οι μόνιμοι και οι εποχιακοί πυροσβέστες υπηρετούν υπό τις ίδιες δύσκολες συνθήκες, αλλά και για λόγους ανθρωπιάς και κοινωνικής ευαισθησίας, αφού η πολιτεία δεν δικαιούται να ξεχνά τις οικογένειες ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν πολύ σοβαρά υπηρετώντας στα σώματα ασφαλείας υπό οποιαδήποτε ιδιότητα.
Στο άρθρο 14 ρυθμίζεται το θέμα της ειδικής ταυτότητας που πρέπει να έχει το πυροσβεστικό προσωπικό, για τους ίδιους λόγους που κάθε σώμα ασφαλείας είναι υποχρεωμένο ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύει την ιδιότητά του.
Άκουσα με πολύ μεγάλη προσοχή όλα τα σχόλια, τις παρατηρήσεις και τις σας σχετικά με το άρθρο 15 που αφορά στους πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης.
Θέλω να αρχίσω με κάποια γενικά σχόλια.
Για πολλά χρόνια απασχολούσαμε εποχικά ένα έμπειρο και ικανό προσωπικό, και μόλις τελείωνε η αντιπυρική περίοδος το στέλναμε στο Ταμείο Ανεργίας. Το προσωπικό αυτό τώρα θα απασχολείται κατά τη διάρκεια όλου του έτους, το οποίο φυσικά εξυπηρετεί και τις ανάγκες του δημόσιου συμφέροντος, αλλά σημαίνει και τέλος στην ανασφάλεια ετών.
Πιστεύω ότι αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Πιστεύω επίσης ότι με ανοιχτό πνεύμα μπορούμε να δούμε τις προτάσεις οι οποίες κατατέθηκαν από όλα τα κόμματα όσον αφορά στο όριο ηλικίας. Η πρόταση δηλαδή που άκουσα από πολλούς συναδέλφους από 49 ετών να το αυξήσουμε σε 54 ετών, είναι πρόταση την οποία εκτιμούμε, την αξιολογούμε, αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα της και έχω την αίσθηση ότι με τη συμφωνία του συναδέλφου του κ. Όθωνα, θα την υιοθετήσουμε κατά τη διάρκεια της δεύτερης ανάγνωσης.
Αναφέρθηκε χτες από το συνάδελφο του ΚΚΕ, τον κ. Σκυλλάκο ότι το ΚΚΕ επιθυμεί να γίνουν όλοι οι συμβασιούχοι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Είναι προφανές ότι σε αυτή τη δύσκολη για τη χώρα οικονομική δυσκολία, η κυβέρνηση καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για λύση του εργασιακού των εποχικών πυροσβεστών.
Μην ξεχνάμε ότι η αναλογία πλέον για προσλήψεις στο Δημόσιο είναι ένας προς πέντε αποχωρούντες.
Επιπλέον, επειδή και άλλοι συνάδελφοι το ανέφεραν, η ανανέωση της θητείας των Πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης, θα γίνεται μέχρι τη συμπλήρωση του απαιτούμενου για τη συνταξιοδότηση τους χρόνου.
Αυτή τη στιγμή όμως υπάρχουν 4159 κενές οργανικές θέσεις στο Πυροσβεστικό Σώμα. Αυτά τα κενά προφανώς δημιουργούν ανάγκες και προβλήματα στη λειτουργία του.
Αναφέρατε επίσης ότι «από το παράθυρο προσλαμβάνουμε ανθρώπους». Νομίζω ότι αυτή η λογική αδικεί τελείως το εγχείρημα. Ένα εγχείρημα που είμαι απόλυτα βέβαιος ότι όλα τα κόμματα θα ήθελαν να προχωρήσουν και να υιοθετήσουν. Για το θέμα του ΑΣΕΠ θέλω να τονίσω εδώ ότι τρόπος πρόσληψης που επελέγη, οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η περίπτωση των υπηρετούντων στο πυροσβεστικό σώμα.
Κατ’αρχάς, λόγω του γεγονότος ότι πρόκειται για ένστολο σώμα, θα έπρεπε η περίπτωσή τους να μην περιλαμβάνεται οργανικά στο πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Προστασίας, όπως συμβαίνει σήμερα.
Αυτή η αναντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στη φύση των καθηκόντων των πυροσβεστών και στο νομικό καθεστώς που διέπει την εργασία τους, έχει οδηγήσει σε ερμηνευτικά προβλήματα για το κατά πόσον πρέπει ή όχι να εξαιρούνται οι πυροσβέστες από τη διαδικασία πρόσληψης μέσω ΑΣΕΠ.
Η απάντηση εδώ είναι σαφής και προκύπτει από τη συστηματική ερμηνεία της νομοθεσίας:
Αδιαμφισβήτητα το ένστολο προσωπικό της πυροσβεστικής πρέπει να εξαιρείται από την πρόσληψη μέσω ΑΣΕΠ, καθώς προσιδιάζει η νομική του φύση σε στρατιωτικό σώμα που έχει ιεραρχία στρατιωτική και είναι ένστολο,.
Αυτό το επιχείρημα ενισχύεται και από το γεγονός ότι έχει ήδη αναγνωριστεί έμμεσα η ιδιαιτερότητα της νομικής φύσεως, καθώς όλες οι προσλήψεις των μονίμων αξιωματικών, υπαξιωματικών, μάχιμων πυροσβεστών, πλοηγών του Π.Σ. γίνεται με διαγωνισμό που προκηρύσσει και ενεργεί η Πυροσβεστική και όχι το ΑΣΕΠ. Το ίδιο ισχύει και για τους δόκιμους πυροσβέστες. Επομένως, είναι αυταπόδεικτο ότι οι πυροσβέστες πρέπει να αντιμετωπίζονται από το νόμο ως μη πολιτικό προσωπικό.
Υπενθυμίζω εδώ ότι ο νόμος Πεπονή, ο πρώτος νόμος περί ΑΣΕΠ σιωπά για το θέμα της πυροσβεστικής, όπως και ο τελευταίος νόμος περί ΑΣΕΠ, ο οποίος όσον αφορά στα σώματα ασφαλείας αποτελεί αντιγραφή του νόμου Πεπονή. Από το 1994 λοιπόν μέχρι σήμερα, όσες προσλήψεις έχουν γίνει στην πυροσβεστική, έχουν γίνει με εσωτερικούς διαγωνισμούς, εξαιρουμένων μόνο όσων εισάγονται με πανελλήνιες στις αντίστοιχες σχολές. Αυτό σημαίνει ότι κατά τεκμήριο οι προσλήψεις που δεν ήταν αντίθετες στο νόμο του 1994, δεν είναι ούτε και στο σημερινό.
Περαιτέρω, να θυμίσω εδώ ότι κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου στην ΚΕΝΕ, δεν έγινε καμία παρατήρηση που να αφορά σε αντισυνταγματικότητα της παραγράφου 6 του άρθρου 15. Απλώς επισημάνθηκε ως πραγματικό γεγονός, η θέσπιση απόκλισης από το νόμο 3812/2009.
Αυτή την απόκλιση, η Βουλή έχει κάθε δικαίωμα να τη θεσπίσει, από τη στιγμή που ένας νέος νόμος μπορεί να τροποποιήσει έναν παλαιότερο. Δεν ερχόμαστε εδώ με διαφορετικό νομοθετικό μέσο να τροποποιήσουμε νόμο. Ο νόμος τροποποιείται με νόμο. Επιπλέον, το σχέδιο νόμου τηρεί τις δύο βασικές προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα. Αυτές είναι η ύπαρξη αντικειμενικών κριτηρίων και η άσκηση ελέγχου από το ΑΣΕΠ.
Και τα δύο αυτά κριτήρια πληρούνται από το παρόν σχέδιο νόμου και ως εκ τούτου δεν υφίσταται κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας.
Τέλος, πρέπει να επισημάνω εδώ και πραγματικούς λόγους που έχουν οδηγήσει σε αυτή την επιλογή.
Σε λίγους μήνες ξεκινά η αντιπυρική περίοδος και είναι απολύτως κατεπείγον να μη στερηθεί το Πυροσβεστικό Σώμα των υπηρεσιών των 4000 περίπου πυροσβεστών που θα ενταχθούν με το παρόν νομοσχέδιο στο πυροσβεστικό δυναμικό.
Το δημόσιο συμφέρον εδώ είναι προφανές ότι επιτάσσει ταχείες διαδικασίες πρόσληψης, καθώς είναι επιβεβλημένη η έγκαιρη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου από την πολιτεία για την προστασία της ζωής πολιτών και της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας που μπορεί να κινδυνεύσει.
Τέλος, στο άρθρο 16, προβλέπεται η αύξηση του επιδόματος από 100 σε 300 ευρώ για όσους υπηρετούν στα σώματα στα σώματα ασφαλείας και λόγω τραυματισμού τους την ώρα του καθήκοντος, είναι ικανοί μόνο για υπηρεσία γραφείου.
Θέλω να τονίσω εδώ ότι εκτός του ότι πρόκειται για μέτρο ηθικής και οικονομικής αναγνώρισης των παθόντων, αυτό το μέτρο δεν επιφέρει καμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς όσοι τίθενται σε υπηρεσία γραφείου συνεπεία τραυματισμού, στερούνται τα επιδόματα πενθημέρου και τα νυχτερινά που λαμβάνουν οι μάχιμοι συνάδελφοί τους. Είναι δηλαδή μια μικρή αναπλήρωση των όσων χάνουν επειδή τραυματίστηκαν εκπληρώνοντας τα καθήκοντά τους.
Με το άρθρο 17 εισάγεται μία ιδιαίτερη διάταξη με την οποία ρυθμίζεται το καθεστώς άδειας εργασίας με οποιαδήποτε ιδιότητα σε καταστήματα όπως κέντρα διασκεδάσεως, μπαρ, καφετέριες και αμιγείς αίθουσες διενέργειας τεχνικών παιγνίων. Αυτή η διάταξη ορίζει ότι η αστυνομική αρχή θα έχει λόγο στην άδεια εργασίας, γεγονός που είναι επιβεβλημένο, καθώς έχουν αυξηθεί τα φαινόμενα εγκληματικών πράξεων στα ανωτέρω καταστήματα.
Η θέσπιση προληπτικού ελέγχου των εργαζομένων σε αυτά, είναι προφανές ότι αποσκοπεί στην αποτροπή εργασίας εκεί ατόμων που έχουν καταδικασθεί στο παρελθόν για σοβαρά αδικήματα.
Και έρχομαι στο άρθρο 18 με το οποίο ρυθμίζονται θέματα συνδικαλιστικού ενδιαφέροντος και για το οποίο έγινε μεγάλη συζήτηση. Γνώμονας εδώ υπήρξε η εξυπηρέτηση της καλύτερης, ουσιαστικότερης και γνησιότερης εκπροσώπησης των εργαζομένων.
Έτσι, κρίναμε αναγκαία την βελτίωση της εκπροσώπησης των συνοριοφυλάκων και των ειδικών φρουρών και γι’ αυτό επιτρέπεται πλέον η συμμετοχή τους είτε στις πρωτοβάθμιες ενώσεις τους είτε στις οικείες οργανώσεις αστυνομικών υπαλλήλων. Να πω εδώ ότι αυτό συμβαίνει γιατί ακόμη και αν ένας ειδικός φρουρός έγινε αστυφύλακας, μισθολογικά και συνταξιοδοτικά παραμένει στο καθεστώς του ειδικού φρουρού. Επομένως, πρέπει να έχει δικαίωμα επιλογής ως προς το ποιο σωματείο τον εκφράζει πληρέστερα.
Κατόπιν, σε δεύτερο βαθμό, για τους ίδιους λόγους, δίδεται η δυνατότητα στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις τους να μετέχουν στις αντίστοιχες ομοσπονδίες, είτε τις δικές τους είτε αυτές των αστυνομικών υπαλλήλων.
Ακόμη, δόθηκε η δυνατότητα να ιδρύονται πλέον πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις σε επίπεδο Αστυνομικών Διευθύνσεων. Αυτό ανταποκρίνεται σε αίτημα της ΠΟΑΣΥ.
Δικαιολογητική βάση δε της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι η ανάγκη καλύτερης και πληρέστερης εκπροσώπησης των αστυνομικών σε πρώτο βαθμό.
Έγινε πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση χτες. Οι παρατηρήσεις, οι επισημάνσεις και τα σχόλια που έγιναν από όλους τους συναδέλφους αλλά και από τους εκπροσώπους των φορέων που κλήθηκαν, απέδειξαν ότι είναι δυνατό στη σύγχρονη Δημοκρατία να υπάρχει συνδικαλιστική εκπροσώπηση των αστυνομικών. Το τονίζω αυτό, γιατί πριν από μερικά χρόνια, η μεγάλη πλειοψηφία των κομμάτων της εποχής και της Βουλής, ήταν πάρα πολύ επιφυλακτικά, ακόμα και όταν το ΠΑΣΟΚ έφερε το νόμο με τον οποίο θεσπίστηκε και επετράπη ο συνδικαλισμός στα Σώματα Ασφαλείας.
Ως εκ τούτου λοιπόν, βλέπουμε ότι είμαστε σε ένα πιο ώριμο στάδιο και μπορούμε να προχωρήσουμε με γενναία βήματα μπροστά για περισσότερο εκδημοκρατισμό, αλλά και για γνησιότερη και αντιπροσωπευτικότερη έκφραση των εργαζομένων.
Έτσι, έχουμε προχωρήσει σε μια αναδιατύπωση του άρθρου 18 που έχουμε ετοιμάσει. Θα σας την υποβάλουμε και ελπίζω να τύχει της υποστήριξης από όλα τα κόμματα της Βουλής. Πρώτα απ’όλα σε σχέση με τις παρατηρήσεις σας, σας διαβάζω το νέο κείμενο: Στο εξής θα επιτρέπεται «Μία πρωτοβάθμια ένωση αξιωματικών σε κάθε περιφέρεια (ο.τ.α.) και μία πρωτοβάθμια ένωση αστυνομικών υπαλλήλων μέχρι και το βαθμό του ανθυπαστυνόμου σε κάθε μία από τις Δ/νσεις Αστυνομίας Αθηνών, Πειραιώς, Βορειοανατολικής Αττικής, Νοτιοανατολικής Αττικής, Δυτικής Αττικής και Θεσσαλονίκης, καθώς και σε κάθε αστυνομική Δ/νση νομού». Αυτό είναι η πρώτη αναδιατύπωση.
Αυτό έχει καταστεί αναγκαίο, δεδομένου ότι στην Αττική υπηρετεί σχεδόν η μισή αστυνομική δύναμη της χώρας, δηλαδή περίπου 18.000 με 19.000 αστυνομικοί.
Είναι νομίζω αυτονόητο ότι όλος αυτός ο όγκος εργαζομένων που είναι διάσπαρτος στην Αττική, δεν μπορεί να εκπροσωπείται σε πρωτοβάθμιο επίπεδο από ένα και μόνο σωματείο. Ήδη άλλωστε, υπάρχουν ζητήματα απαρτίας του σωματείου, το οποίο για να αντιμετωπίσει τη μη ύπαρξη απαρτίας για να λαμβάνει αποφάσεις, λόγω του τεράστιου αριθμού μελών, έχει προβεί σε τροποποίηση καταστατικού, ώστε να έχει απαρτία με μόνον 300 μέλη. Αυτό και μόνο καθιστά προβληματική την ορθή εκπροσώπηση των χιλιάδων αστυνομικών.
Και τέλος, στο ίδιο άρθρο προχωρούμε στη θεσμοθέτηση του συστήματος της απλής αναλογικής κατά την εκλογή των συνδικαλιστικών οργάνων των ενώσεων, όπως προβλέπεται στο νόμο 1264/1982 και όπως ισχύει και στα άλλα 2 σώματα ασφαλείας., την πυροσβεστική και το λιμενικό.
Θέλω εδώ να προσθέσω, επειδή προβλήθηκαν και επιχειρήματα αντισυνταγματικότητας.
Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα κύριοι συνάδελφοι, και ήδη χθες και ο συνάδελφος ο κ.Αποστολάκος που έθεσε το ζήτημα, αποδέχθηκε ότι είναι θέμα ερμηνείας το κατά πόσον αντιβαίνει η συγκεκριμένη διάταξη στο σύνταγμα.
Καταρχάς, εδώ θέλω να πω ότι δεν καταργείται καμία οργάνωση. Δίδεται η δυνατότητα σε νέες οργανώσεις να δημιουργηθούν και στις παλαιές χρόνος να προσαρμοστούν στις νέες προδιαγραφές του νόμου.
Να σημειώσω εδώ, ότι ο νομοθέτης έχει κάθε δικαίωμα και είναι ο μόνος που μπορεί να το κάνει, να θέσει τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων οργανώνεται ο αστυνομικός συνδικαλισμός. Από εκεί και έπειτα, κανένα δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο δεν θίγεται, και αναφέρομαι ειδικότερα στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Οποιοσδήποτε έλληνας μπορεί να ικανοποιεί το δικαίωμά του αυτό, και κανείς δεν εμποδίζει την ένωση της αττικής να συνεχίσει να υπάρχει εάν το επιθυμεί ως σωματείο αστικού τύπου.
Αλλά το πώς θα οργανωθεί ο αστυνομικός συνδικαλισμός, και κάθε συνδικαλισμός, το ορίζει η Βουλή. Γι’αυτό άλλωστε, υπενθυμίζω ότι στον αστυνομικό συνδικαλισμό δεν ισχύει η αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων, όπως ισχύει στον ευρύτερο συνδικαλισμό. Ο νομοθέτης είπε το 1994 μόνο 1 ένωση ανά νομό. Όλες οι άλλες που είχαν ήδη ιδρυθεί είτε προσαρμόστηκαν είτε συνέχισαν να υφίστανται ως σωματεία αστικού τύπου.
Έτσι, εμείς προτείνουμε στη Βουλή να αλλάξει ο εδαφικός προσδιορισμός που γίνεται και από νομός, που είναι μια αυτοδιοικητική έννοια, να γίνει αστυνομική διεύθυνση που είναι μια καθαρά αστυνομική δομή.
Σε καμία περίπτωση δεν θα είναι αμελητέα τα νέα σωματεία που θα γίνουν και που κατά δικές σας εκτιμήσεις θα αφορούν σε 4 με 5 χιλιάδες αστυνομικούς. Για εμένα είναι πολύ πιο φυσιολογικό να εκπροσωπούνται χωριστά αυτοί 4 χιλιάδες αστυνομικοί σε πρωτοβάθμιο επίπεδο.
Δεν είναι καθόλου λίγοι, ιδίως αν συγκρίνουμε τον αριθμό τους με τα σωματεία της επαρχίας.
Με το άρθρο 19 ρυθμίζονται θέματα μεταθέσεων κατώτερου αστυνομικού προσωπικού με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρωπίνου δυναμικού, αλλά και την ικανοποίηση αιτημάτων που είχε θέσει το προσωπικό αυτό.
Με το άρθρο 20 ικανοποιείται ένα ακόμη αίτημα των αστυνομικών που είχε να κάνει με την ταχεία εξέταση σε 2ο βαθμό όσων έχουν κριθεί ακατάλληλοι για χρήση όπλου.
Επειδή αυτοί οι αστυνομικοί στερούνται και του σχετικού επιδόματος, αλλά μπλοκάρονται και υπηρεσιακά, κρίθηκε αναγκαίο και δίκαιο να τους δίδεται δυνατότητα ταχείας δεύτερης κρίσης.
Με το άρθρο 21 καταργείται η Ελληνική Αγροφυλακή, οι αρμοδιότητες της οποίας μεταφέρονται στο Υπουργείο περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και ασκούνται από τις κατά τόπους Δασικές Υπηρεσίες.
Εδώ θέλω κατ’αρχάς να σας ενημερώσω ότι θα γίνει μία προσθήκη ώστε εκτός από τα προσόντα των μετατασσομένων, να λαμβάνεται υπ’όψιν και ο βαθμός με τον οποίον είχαν καταταγεί στην Αγροφυλακή, για λόγους πληρέστερης κρίσης.
Με το άρθρο 22 θεσπίζεται η καταβολή ανταλλάγματος από τρίτους προς την Ελληνική Αστυνομία για τις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών που υπερβαίνουν το μέτρο που αναλογεί στο πλαίσιο της αποστολής της.
Είναι γνωστό σε όλους σας ότι πολλές φορές η αστυνομία εκτελεί χρέη που δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με την κύρια αποστολή της. Για παράδειγμα, παρέχει προστασία σε ιδιωτικές χρηματαποστολές, σε μεταφορές καλλιτεχνικών έργων, ιδιωτικών συλλογών ή αγαθών μεγάλης αξίας, υπηρεσίες εκπαίδευσης σε ιδιώτες κλπ. Αυτά τα καθήκοντα μπορεί να βρίσκουν μια αιτιολογική βάση στην ανάγκη να υπάρχει ασφάλεια σε τέτοιες λειτουργίες, έχουν όμως και ένα δημοσιονομικό κόστος, το οποίο είναι απαράδεκτο να επωμίζεται ο κρατικός προϋπολογισμός.
Γι’αυτό προβλέπουμε ότι θα καταβάλλονται τέλη και ότι τα καταβαλλόμενα τέλη θα διατίθενται για την αναβάθμιση του εξοπλισμού και της υποδομής των αστυνομικών υπηρεσιών, ενώ το 4% των εσόδων που προέρχονται από παροχή υπηρεσιών σε μη δημόσιες υπηρεσίες θα περιέρχεται στα ασφαλιστικά ταμεία του προσωπικού.
1 σχόλιο:
ΚΑΙ ΣΠΚ ΚΑΙ ΓΡ.ΑΝΤΙΜ.ΠΕΡ. ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑΣ???? ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΕΙΣ.........
ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΧΩ ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ
ΚΑΙ ΡΩΤΩ Κ. ΠΑΠΟΥΤΣΗ ΤΟ ΙΔΙΟ ΘΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΣΑΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ .... ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΕΊΣΜΑ ΘΑ ΖΗΤΉΣΕΤΕ ΑΝΑΛΟΓΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ?
Δημοσίευση σχολίου