Λεωνίδας Τσαΐρης, επισμηναγός-κυβερνήτης,
Σταύρος Κριμιζάς, σμηναγός-συγκυβερνήτης,
Γιάννης Ζώτος, ανθυπασπιστής ΠΑ,
Απ. Κατριβάνος, σημαιοφόρος Λ.Σ.,
Σωτήρης Παγκρατιώτης, λιμενοφύλακας-διασώστης
Γιώργος Τσουβέλας, λιμενοφύλακας-διασώστης.
12/03/2002
Στο πλήρωμα του ελικοπτερου παντός καιρού ΑΣ-332 Super Puma της 358 Μοίρας Ερευνας και Διάσωσης, που το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, νότια της Κρήτης, έσωσε από βέβαιο πνιγμό δέκα μικρά παιδιά μέσα από το δουλεμπορικό σκάφος στο οποίο επέβαιναν, θα απονεμηθεί φέτος το ειδικό παγκόσμιο βραβείο που έχει καθιερώσει το περιοδικό Defense Helicopter.
Η επιλογή του ελληνικού πληρώματος, που είναι η πρώτη που δίνεται σε Ελληνες διασώστες, έγινε από επιτροπή ξένων πραγματογνωμόνων, οι οποίοι έκριναν ότι οι συνθήκες της διάσωσης των δέκα μικρών παιδιών ήταν από τις πιο δύσκολες που έχουν ποτέ αντιμετωπιστεί.
Μάρτιος 2010
Πρωί Τρίτης, Μάρτιος του 2010, στην 112 πτέρυγα μάχης του Πολεμικού Ναυτικού, στη βάση της Ελευσίνας, οι τέσσερις άντρες μιλούν με μάτια βουρκωμένα για την επιχείρηση διάσωσης που τους ανέδειξε σε ήρωες, που τους έδωσε το βρετανικό βραβείο για τη δυσκολότερη επιχείρηση διάσωσης παγκοσμίως και ενέπνευσε χιλιάδες ανθρώπους να πιστέψουν στη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.
Ήταν Τρίτη πάλι, Πρωτοχρονιά του 2002, 18.13, όταν στο Εθνικό Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης έφτασε σήμα από την Άγκυρα ότι σε σκάφος μήκους 40 μέτρων που πλέει με βλάβη ανοιχτά της Κρήτης υπάρχουν περίπου 250 άτομα που κινδυνεύουν να πνιγούν. Στο πλοίο μπαίνουν νερά και οι καιρικές συνθήκες στην περιοχή είναι πάρα πολύ κακές. Εάν βυθιστεί το σκάφος, οι πιθανότητες να σωθούν έστω και οι άντρες ναυαγοί είναι μηδαμινές. Για τις γυναίκες και τα παιδιά ούτε λόγος. Ο πνιγμός θα είναι βέβαιος μέσα στα θηριώδη κύματα.
«Από την αρχή φάνηκε ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ δύσκολη. Όταν πλησίασα όμως στα δέκα μέτρα, διέκρινα τα πρόσωπα των παιδιών. Τότε νόμιζα πως έβλεπα τα δικά μου παιδιά να κινδυνεύουν» θυμάται ο σμήναρχος Λεωνίδας Τσαΐρης, 47 ετών σήμερα, κυβερνήτης του ελικοπτέρου Super Puma Φαέθων 509 που έφτασε πρώτο στην περιοχή. «Κανονικά έπρεπε να ρίξω το δύτη στη θάλασσα και να καλέσω εκείνον που κινδυνεύει να πέσει στη θάλασσα ώστε να τον μαζέψει στη συνέχεια ο δύτης. Όμως σ’ αυτή την περίπτωση υπήρχαν παιδιά πάνω στο πλοίο, τα οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να πέσουν στη θάλασσα. Ο δύτης έπρεπε να κρεμαστεί από συρματόσκοινο και να πλησιάσει στο κατάστρωμα θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του» λέει ο κυβερνήτης, ενώ ο δύτης, επικελευστής Γεώργιος Τσουβέλας, 37, συγκινείται καθώς θυμάται τον εαυτό του να αιωρείται πάνω από το εγκαταλελειμμένο από τον κυβερνήτη του πλοίο: «Υπήρχε φόβος στην αρχή, που ήμασταν κρεμασμένοι για 25 λεπτά από το συρματόσκοινο σ’ αυτά τα μποφόρ και δεν μπορούσαμε να βρούμε τρόπο να κατέβουμε. Φανταστείτε την ταλάντωση του συρματόσκοινου στα 30 μέτρα. Κάποια στιγμή φοβήθηκα ότι μπορεί να μην τα καταφέρω».
«Δεν υπήρχε τίποτα θετικό στην όλη κατάσταση. Όλα ήταν εναντίον των ανθρώπων και των μηχανών. Όμως ήταν μονόδρομος: Η διάσωση έπρεπε να γίνει επιτυχώς» λέει ο υποπλοίαρχος Απόστολος Κατριβάνος, 44, και παραδέχεται πως «Πολλές φορές δεν είναι καλό να έχεις πολύ χρόνο να σκεφτείς. Αυτό μπορεί να σου προσθέσει άγχος. Καμιά φορά ακόμα κι ένας να αγχωθεί μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα».
Επί 25 λεπτά, οι απελπισμένοι λαθρομετανάστες που επέβαιναν στο πλοίο έβλεπαν το τεράστιο ελικόπτερο να πετάει από πάνω τους δίχως να μπορεί να τους βοηθήσει. Ο κυβερνήτης προσπαθούσε να βρει τρόπο να τους σώσει έχοντας κρεμασμένο στο κενό το δύτη. «Η τελική απόφαση ήταν πολύ δύσκολη. Έπρεπε να κατέβω πολύ χαμηλά, ανάμεσα στα δύο κατάρτια, και να συντονιστώ με την κίνηση του πλοίου. Έπρεπε να κρατάω συνέχεια σταθερό ύψος ανάμεσα στο ελικόπτερο και στο πλοίο. Να συντονιστώ με τον κυματισμό, σε σταθερή απόσταση από το πλοίο, χωρίς τη χρήση αυτόματων μέσων αλλά πλήρως χειροκίνητα» λέει ο σμήναρχος Τσαΐρης.
Η πιθανότητα να χτυπήσει ο δύτης πάνω στο πλοίο ήταν μεγάλη. Το ελικόπτερο ανεβοκατέβαινε μαζί με το πλοίο στα 12 μποφόρ. Ανάμεσα τους ο δύτης προσπαθούσε να πατήσει τα πόδια του στο κατάστρωμα του δουλεμπορικού για να σώσει όσους περισσότερους προλάβει. «Κατεβαίνοντας στο πλοίο είδα ένα λαό ολόκληρο να περιμένει από μένα να τον ανεβάσω στο ελικόπτερο. Το πρώτο άτομο που ανέβασα ήταν ένα μωράκι τριών μηνών. Η συγκίνηση μου ήταν μεγάλη. Ήμουν άπειρος εντελώς, ήταν η πρώτη μου σοβαρή αποστολή. Η πρώτη φορά που κράτησα παιδί στην αγκαλιά μου ήταν αυτό τα παιδάκι» λέει ο δύτης και ο υποπλοίαρχος Κατριβάνος δεν προσπαθεί πια να κρύψει τη συγκίνηση του: «Μόλις είχε γεννηθεί η πρώτη μου κόρη και ο δύτης ανεβάζει σ’ ένα καλαθάκι ένα βρέφος τριών μηνών! Όταν το έφερε επάνω, ήταν μούσκεμα. Το πήρα στα χέρια μου και κάποια στιγμή λέω στον κυβερνήτη “κε Τσαΐρη, δώστε μου λίγο χρόνο γιατί έχω αποσυντονιστεί. Τι να το κάνω το παιδί; Έχει παγώσει. Να βρω πετσέτες, να το φέρω ‘βόλτα’, να το ασφαλίσω…“. Παράλληλα έχω να κοιτάω το δύτη. Έβγαλα τα σκεπάσματα του βρέφους, το τύλιξα με πετσέτες και το σφήνωσα σ’ ένα κάθισμα, γιατί η πόρτα του ελικοπτέρου ήταν συνέχεια ανοιχτή. Ήταν, ίσως, η ωραιότερη στιγμή της ζωής μου. Ένιωθα πως έχω κάνει κάτι στη ζωή μου, πως θα γυρίσω σπίτι και θα πω στη γυναίκα μου και στην κόρη μου ότι έχω κάνει κι εγώ ένα καλό…». Όλοι συγκινούνται.
«Στην αρχή όλα σε φοβίζουν, ειδικά όταν υπάρχουν τέτοιες καιρικές συνθήκες και παιδιά. Σκέφτεσαι πάντα αρνητικά, μετά αλλάζεις» λέει ο μηχανικός, ανθυπασπιστής Ιωάννης Ζώτος, 40, και δεν κρύβει πως, όσο κι αν έχει εκπαιδευτεί ένας άνθρωπος, ο φόβος δεν ξορκίζεται εύκολα.
Η διάσωση ολοκληρώθηκε σε μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά αφού ανέβηκαν στο ελικόπτερο 16 παιδιά, 2 γυναίκες και ένας άντρας. Πάνω στο κατάστρωμα όμως είχαν απομείνει αβοήθητοι άλλοι 227 άνθρωποι (το δουλεμπορικό μετέφερε συνολικά 188 άντρες, 36 γυναίκες, 33 παιδιά) να εκλιπαρούν για σωτηρία Τα καύσιμα του ελικοπτέρου όμως είχαν πια φτάσει κοντά στο μηδέν. «Ζήτησα να προσγειωθούμε σε ένα ισπανικό πολεμικό πλοίο που βρισκόταν κοντά, για ανεφοδιασμό, αλλά επειδή δεν ήμουν εκπαιδευμένος, δεν μου το επέτρεψαν. Οπότε γυρίσαμε στην Κάρπαθο. Το καύσιμο μας έφτασε οριακά» θυμάται ο Λεωνίδας Τσαΐρης και χαμογελάει. Ο καιρός αγρίευε όλο και περισσότερο και ο κίνδυνος για το δουλεμπορικό γινόταν μεγαλύτερος. Κανένα εμπορικό, αλιευτικό ή πολεμικό πλοίο δεν μπορούσε να προσεγγίσει και η πιθανότητα να παραμείνουν γυναικόπαιδα πάνω στο πλοίο αντιστοιχούσε με βέβαιο πνιγμό. Το πλοίο αργά ή γρήγορα θα βυθιζόταν.
«Μας καλέσανε και πάλι να επιχειρήσουμε διάσωση. Το βράδυ ήμασταν οι μόνοι που καταφέραμε να μαζέψουμε ανθρώπους. Οι συνθήκες είχαν χειροτερέψει τόσο πολύ που, αν δεν επρόκειτο για γυναικόπαιδα, πιθανόν να ματαίωνα την αποστολή. Είχα φτάσει πλέον στα ανθρώπινα όριά μου» επισημαίνει ο Λεωνίδας Τσαΐρης. Η επιχείρηση διήρκεσε 24 ώρες και 7 λεπτά. Το πλήρωμα του Super Puma βρα¬βεύτηκε στο Μπράιτον της Βρετανίας στις 12/3/2002 καθώς έφερε εις πέρας τη δυσκολότερη επιχείρηση μαζικής διάσωσης παγκοσμίως για το έτος 2002 (επιλέχτηκε ανάμεσα σε 10 ηρωικές διασώσεις). «Πάντα ο άνθρωπος δοκιμάζει τα όριά του. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται διαφορετικά. Δεν έχει καμιά σημασία που οι περισσότεροι διασωθέντες ξεχνούν ποιοι τους έσωσαν. Ξέρουν, όμως ότι κάποιοι ήταν εκεί γι’ αυτούς όταν χρειάστηκε» λέει ο σμήναρχος Λεωνίδας Τσαΐρης και η ομάδα φεύγει για την επόμενη πτήση της.
Από τον Νίκο Τιλκερίδη
Φωτογραφία: Νώντας Κουτσούκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου