Άρθρο
ΜΠΙΤΣΙΚΑ Ν. Ερασμία
Ανθυπασπιστής Λ.Σ.
ΜΔΕ Εγκληματολογίας
Με αφορμή την πρόσφατη σύλληψη επαγγελματία αλιέα στο λιμένα Αγίας Κυριακής Τρικερών από Κλιμάκιο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου για κατοχή αρχαίων αντικειμένων {13 λυχνάρια, 01 βαζάκι, 01 τμήμα χρηστικού αντικειμένου, 01 βάζο τα οποία χαρακτηρίζονται ως όψιμης Ρωμαϊκής και Παλαιοχριστιανικής εποχής} μέσα στο Α/Κ σκάφος του, αλλά και με βάση την ολοένα αυξανόμενη παράνομη δραστηριότητα στον βυθό των ελληνικών θαλασσών από ημεδαπούς ή αλλοδαπούς δήθεν «τουρίστες» στα ελληνικά νησιά, αναδημοσιεύουμε άρθρο της Λιμενικής Ρότας για το «αθόρυβο» μα καταστροφικό έγκλημα της αρχαιοκαπηλείας και ιδιαίτερα του παράνομου εμπορίου ενάλιων αρχαιοτήτων.
Όλοι θυμόμαστε την βίλα στην ΣΧΟΙΝΟΥΣΑ (Μικρές Κυκλάδες) το 2006 όπου Λιμενικοί και Αστυνομικοί αντίκρισαν τα εκατοντάδες αδήλωτα αρχαία αντικείμενα αμύθητης αξίας και το μεγάλο κύκλωμα στην Ελλάδα που αποκάλυψε ότι το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων είναι μια επιχείρηση με τεράστιο τζίρο! Τα χρήματα είναι πολλά, κι οι αρχαιοκάπηλοι δεν σταματούν!
Η παράνομη διακίνηση πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ένα διεθνές έγκλημα, μία μάστιγα που πλήττει τόσο τις χώρες προέλευσης, όσο και τις χώρες διέλευσης και τελικού προορισμού, τόσο τις αναπτυγμένες όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η μαύρη αγορά έργων τέχνης αποτελεί μία από τις τέσσερις πιο προσοδοφόρες παράνομες δραστηριότητες εμπορίου με τζίρο 6 δις ευρώ και αποτελεί φαινόμενο που δυστυχώς εντείνεται με τα χρόνια αλλάζοντας συνέχεια μορφή. Ενώ μέχρι το 19ο αιώνα το ενδιαφέρον των αρχαιοκάπηλων περιοριζόταν στα αρχαία λείψανα και τα χειρόγραφα, ιδιαίτερα μετά το 1950 επεκτάθηκε στις βυζαντινές εικόνες, στα δημιουργήματα του λαϊκού πολιτισμού και στις ενάλιες αρχαιότητες. Πολλά αντικείμενα καταλήγουν σε ιδιωτικές συλλογές που ως επί το πλείστον αποτελούνται από κλαπέντα αντικείμενα.
Σήμερα, πολλά αρχαία ελληνικά αντικείμενα που προέρχονται από κλοπές ή λαθρανασκαφές βρίσκονται σε συλλογές των μουσείων στην Ιαπωνία, στο Κατάρ και στο Ισραήλ. Φυλλομετρώντας κανείς τους καταλόγους μερικών μόνο αμερικάνικων μουσείων αντιλαμβάνεται εύκολα την καταστροφή που προκάλεσαν στη χώρα μας οι οργανωμένες αρχαιοκαπηλίες. Ελάχιστα επαναπατρίζονται και ύστερα από διαβήματα των εθνικών κρατών.
Οι τραγικές συνέπειες της λαθρανασκαφής και της παράνομης ανέλκυσης από το βυθό είναι ότι τα αποκομμένα αυτά κομμάτια που έχουν αφαιρεθεί από το συγκεκριμένο πλαίσιο της ανασκαφής τους δεν έχουν καμία ιστορική αξία, καθώς η λαθρανασκαφή καταστρέφει όλες τις πληροφορίες.
Τα αναντικατάστατα αυτά τεχνουργήματα, που ποτέ δεν μετακινήθηκαν από την αρχική θέση απόθεσής τους, είναι η μόνη πηγή πληροφοριών που έχουμε και που χάνεται για πάντα, αν αυτά κλαπούν. Είναι οι μάρτυρες της πορείας μας μέσα στο χρόνο, είναι «σπαράγματα» ιστορίας μέσα από τα οποία γνωρίζουμε καλύτερα και τον εαυτό μας.
Όσον αφορά στην εσωτερική δομή των κυκλωμάτων, γνωρίζουμε ότι το διεθνές εμπόριο διαθέτει ένα πολύπλοκο αλλά ορατό σύστημα λειτουργίας για το "ξέπλυμα" και τη νομιμοποίηση των λαθρανασκαφών στις χώρες που είναι πλούσιες σε αρχαιότητες.Όντας ένα από τα μεγαλύτερα εμπόρια παγκοσμίως, το εμπόριο αρχαιοτήτων περιλαμβάνει τους κλέφτες σε τοπικό επίπεδο, τους αρχαιοκάπηλους μεγάλης κλίμακας και τις διεθνείς συνδέσεις με οίκους δημοπρασίας, γκαλερί, μουσεία, ντίλερ και συλλέκτες.
Με τη βοήθεια των ενδιάμεσων (middle-men) τα κλοπιμαία από τους αρχαιολογικούς χώρους «ξεπλένονται» και διακινούνται στις νόμιμες αγορές. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ο «υπόκοσμος» της λαθρεμπορίας αρχαιοτήτων έχει «πολίτες» όλων των κατηγοριών, φτωχούς και πλούσιους. Τα κίνητρα είναι κοινά: το κέρδος και η εμμονή για την τέχνη. Η όλη διακίνηση εκτελείται από άτομα σε θέσεις «κλειδιά» τόσο στον «επάνω» νόμιμο κόσμο όσο και στον παράνομο «υπόκοσμο». Πρόθυμοι λαθρανασκαφείς εντοπίζονται συχνά και από παλαιοπώληδες που αποτελούν σύνδεσμο με τους υπόλοιπους φορείς του δικτύου παράνομης προώθησης αρχαιοτήτων.
Η ζήτηση είναι το κύριο αίτιο που ενισχύει την αρχαιοκαπηλεία και την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών. Ουσιαστικά πρόκειται για μια «γκρι» διεθνική αγορά με νόμιμες και παράνομες δυνάμεις, όπου ενώ τα μέσα για την απόκτηση των πολιτιστικών αγαθών είναι εντελώς παράνομα, το εμπόριο γίνεται με νόμιμους τρόπους και σε αντίθεση με τα ναρκωτικά και τα όπλα, τα λαθραία έργα τέχνης προωθούνται κανονικά στην αγορά. Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος της τέχνης λεηλατείται από τα κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος που διαθέτουν εξουσία και «ξεπλένουν» πολύ χρήμα με αυτόν τον τρόπο.
Ενάλιες Αρχαιότητες
Η πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας αποτελείται από τα πολιτιστικά αγαθά που βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας,συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων, καθώς και εντός θαλάσσιων ζωνών στις οποίες η Ελλάδα ασκεί σχετική δικαιοδοσία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Η χώρα μας βρίθει αρχαιολογικών θησαυρών, γι’ αυτό και τα κρούσματα λαθρανασκαφών και αρχαιοκαπηλείας στους βυθούς είναι πάρα πολλά! Πάνω από 6.000 ναυάγια αρχαίων πλοίων με αρχαία κράνη, αγάλματα, κεραμική, κοσμήματα κινδυνεύουν τα τελευταία χρόνιαστην χώρα μας, ιδιαίτερα από εταιρίες με οργανωμένα προγράμματα κατάδυσης και ανέλκυσης αρχαιοτήτων, οι οποίες διαθέτουν προηγμένες συσκευές ανίχνευσης.
Αναφέρεται δε ότι με τον Ν.3409/2005 επιτρέπεται η άσκηση υποβρύχιας δραστηριότητας στη θάλασσα με αναπνευστικές συσκευές ή άλλα υποθαλάσσια μέσα, χάριν αναψυχής. Έτσι, απελευθερώνεται η αυτόνομη κατάδυση στις ακτές της χώρας εκτός από τις περιοχές για τις οποίες συντρέχουν λόγοι ειδικού ενδιαφέροντος (αρχαιολογικού ή οικολογικού ενδιαφέροντος). Ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητη η εντατική εποπτεία από τις Λιμενικές Αρχές για κάθε υποβρύχια δραστηριότητα στις περιοχές αρμοδιότητάς τους, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, καθώς εμφανίζονται συχνά επιτήδειοι με καταδυτικό εξοπλισμό και αυτοσχέδιους μηχανισμούς προσαρμοσμένους σε πλωτά σκάφη για ανίχνευση αρχαίων αντικειμένων μέσα στον βυθό!
Οι περιοχές εναλίων αρχαιολογικών χώρων προσδιορίζονται από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 15 του ν.3028/2002 (ΦΕΚ 153Α΄). Κατ’ εξαίρεση κάποιοι κηρυγμένοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι μπορούν να χαρακτηρίζονται ως υποβρύχια μουσεία, στα οποία επιτρέπεται καθοδηγούμενη κατάδυση, πάντα με συνοδεία δυτών φυλάκων αρχαιοτήτων ή αρχαιολόγων.
Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ και Τουρισμού ως υπηρεσία που ασχολείται με την έρευνα, συντήρηση εναλίων αρχαίων και μεριμνά για την προστασία αυτών, βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τις κατά τόπους Λιμενικές Αρχές ασκεί έλεγχο στις θαλάσσιες και υποβρύχιες δραστηριότητες, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Ως λύση για την αντιμετώπιση της αρχαιοκαπηλείας και του λαθρεμπορίου αρχαιοτήτων προτείνεται να ενισχυθεί η ευαισθητοποίηση του κοινού με διαφημιστικές καμπάνιες και εκπαιδευτικό υλικό στα σχολεία για την διάσωση και διατήρηση της πολιτιστικής του κληρονομιάς, που αποτελεί ταυτόχρονα και ταυτότητά του, αλλά και να αυστηροποιηθούν οι ποινές για τους διακινητές και εμπόρους παράνομων αγαθών.
Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητη η συστηματική παροχή πληροφοριών από τις Ελληνικές Αρχές Δίωξης Εγκλήματος στις βάσεις δεδομένων των Διεθνών Οργανισμών για κλοπή και διακίνηση αρχαιοτήτων ή λοιπών έργων τέχνης ταυτόχρονα με την διατήρηση εθνικού αρχείου πολιτιστικής κληρονομιάς.
Νομοθεσία-Οργανισμοί
Τα πολιτιστικά αγαθά κάθε χώρας –μεταξύ των οποίων και τα άυλα- αποτελούν ταυτόχρονα συστατικά του πολιτισμού ολόκληρης της ανθρωπότητας και η προστασία τους είναι θεμελιώδης για την προώθηση της κατανόησης μεταξύ των λαών, την διάδοση και πρόοδο του πολιτισμού και την ευημερία της ανθρωπότητας. Λόγω της ολοένα αυξανόμενης παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών ενεργοποιήθηκε νωρίς η διεθνής κοινότητα, ιδιαίτερα τη μεταπολεμική περίοδο, προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός διεθνούς νομικού συστήματος.
Η Σύμβαση της UNESCO που υπογράφηκε στη Χάγη το 1954 σκοπό είχε την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης. Αργότερα η Διεθνής Σύμβαση UNESCO (Παρίσι,1970) έβαλε φραγμό στο ανεξέλεγκτο εμπόριο λεηλατημένων αρχαιοτήτων απαγορεύοντας και παρεμποδίζοντας οποιαδήποτε παράνομη εισαγωγή, εξαγωγή και μεταβίβαση κυριότητας πολιτιστικών αγαθών αμφισβητούμενης ή άγνωστης προέλευσης.
Έπειτα, στους Δελφούς υπεγράφη η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Αδικήματα σχετικά με τα Πολιτιστικά Αγαθά (23-06-1985). Τέλος, με τη Σύμβαση UNIDROIT (Ρώμη, 24-6-1995) που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν.3348/2005 (ΦΕΚ144) ικανοποιούνται αιτήματα απόδοσης κλαπέντων πολιτιστικών αγαθών και επιστροφής πολιτιστικών αγαθών που απομακρύνθηκαν από το έδαφος Συμβαλλόμενου Κράτους, κατά παράβαση του δικαίου του που ρυθμίζει την εξαγωγή των πολιτιστικών αγαθών.
Η μέριμνα για την προστασία των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα, κινητών και ακίνητων, ανήκει στο κράτος σύμφωνα με την ισχύουσα αρχαιολογική νομοθεσία και το Σύνταγμα της χώρας μας. Έτσι, στον Ποινικό Κώδικα(23ο κεφάλαιο, Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας) βάσει του άρθρου 374 η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη δέκα (10) ετών και εφαρμόζεται σε πέντε περιπτώσεις, δύο εκ των οποίων είναι οι ακόλουθες: α)αν από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία αφαιρείται πράγμα αφιερωμένο σε αυτή, β)αν αφαιρέθηκε πράγμα επιστημονικής, καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρισκόταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο.
Τέλος, αναφέρεται και ο Ν.4026/2011 κύρωσης του μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και των ΗΠΑ, με το οποίο η τελευταία δεσμεύεται να περιορίσει την εισαγωγή στις ΗΠΑ αρχαιολογικού υλικού που χρονολογείται από την Ανώτερη Παλαιολιθική Περίοδο (20.000 π.Χ. περίπου) μέχρι και τον 15ο αιώνα μ.Χ., καθώς και εκκλησιαστικού εθνολογικού υλικού που εκπροσωπεί τον Βυζαντινό πολιτισμό από περίπου τον 4ο αιώνα μέχρι και τον 15ο αιώνα μ.Χ., αλλά και να παρέχει τεχνογνωσία στους τομείς διαχείρισης πολιτιστικών πόρων και ασφάλειας.
Οφείλουμε να πούμε επίσης ότι ο INTERPOL δημοσίευσε την πρώτη του ανακοίνωση με τα κλαπέντα έργα τέχνης το 1947. Σήμερα για την πάταξη της αρχαιοκαπηλείας συνεργάζεται με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (UNESCO), το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τελωνείων (WCO).
Ως ενισχυτικούς παράγοντες στο έγκλημα αυτό ο INTERPOL αναφέρει τη βελτίωση των συστημάτων μεταφορών και την πολιτική αστάθεια ορισμένων χωρών. Στην ιστοσελίδα του μπορεί να βρει κανείς τις πρόσφατες κλοπές έργων τέχνης, τα ανακτημένα έργα, τα αζήτητα έργα, τα κλεμμένα ιρακινά και αφγανικά πολιτιστικά αγαθά, επίσης, αφίσες με τα πιο καταζητούμενα κλεμμένα έργα, βίντεο για την αντιμετώπισης του παράνομου εμπορίου έργων τέχνης στην ΝΑ Ευρώπη, λίστα με κλεπταποδόχους κ.α.
ΠΕΑΛΣ/ΛΙΜΕΝΙΚΗ ΡΟΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου