ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Της δευτεροβάθμιας Ένωσης των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ» (Π.Ο.ΑΞΙ.Α), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Μεσογείων 96, όπως εκπροσωπείται νόμιμα.
ΚΑΤΑ
Του Ελληνικού Δημοσίου όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ
Της υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/0022 Απόφασης του Αν. Υπουργού Οικονομικών «Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012», η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’3017/14-11-2012, που κυκλοφόρησε την 16-11-2012.
******
Συζητήθηκε ενώπιον Σας η από 14-1-2013 αίτηση ακύρωσης μας με αριθμ. καταθ. 257/15-1-2013 στην οποία και αναφερόμαστε για του λόγους ακύρωση της προσβαλλομένης.
Ως προς το έννομο συμφέρον και την νομιμοποίηση μας για την άσκηση της παρούσας, ήδη έχουμε αναφερθεί στο εισαγωγικό δικόγραφο στο οποίο και αναφερόμαστε για την αποφυγή επαναλήψεων.
Ι. Με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν.4046/2012 ορίστηκε ότι: «2. Εγκρίνονται τα Σχέδια: α) Του «Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum Of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο αποτελείται από: αα) το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies), ββ) το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy conditionality) και γγ) το Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Technical Memorandum of Understanding)με τα παραρτήματα και τους πίνακες που το συνοδεύουν στην αγγλική ως επίσημη γλώσσα, και σε μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα, όπως το Σχέδιο του Μνημονίου προσαρτάται στον παρόντα νόμο (Παράρτημα V).»
Στο Παράρτημα V-2 του ως άνω νόμου, «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» της 9ης Φεβρουαρίου 2012», ορίστηκε υπό τον τίτλο Ι. «Δημοσιονομική Εξυγίανση», μεταξύ άλλων, ότι «Μέχρι τον Ιούνιο του 2012 η Κυβέρνηση θα θεσπίσει νομοθετικά μία μείωση κατά μέσο όρο 10% στα αποκαλούμενα «ειδικά μισθολόγια» του δημοσίου τομέα, στα οποία το νέο μισθολόγια δεν ισχύει. Τούτο θα εφαρμοσθεί από την 1η Σεπτεμβρίου 2012 και εντεύθεν και θα επιφέρει εξοικονομήσεις της τάξεως των 114 εκατομμυρίων Ευρώ τουλάχιστον (με αντίκτυπο μεταφοράς 226 εκατομμυρίων Ευρώ το 2013)(καθαρό ποσόν αφού ληφθεί υπόψιν η επίπτωση επί των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης).»
Ια. Εν προκειμένω θα αναφερθούμε στο όρο ειδικά μισθολόγια σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτών.
Με την εισηγητική έκθεση του νόμου 3205/2005 κρίθηκε επιβεβλημένη η αναδιάρθρωση και ο εξορθολογισμός της δομής και των ειδικών μισθολογίων με το μέρος Β, που ρύθμιζαν μέχρι τότε τις αποδοχές συγκεκριμένων κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου και των μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων καθώς και των Σωμάτων Ασφαλείας. Έτσι κωδικοποιήθηκαν αναδιαρθρώθηκαν οι διατάξεις των ειδικών μισθολογίων για να τις καταστήσουν περισσότερο λειτουργικές, ιδίως για εκείνα που είχαν παρατηρηθεί σημαντικές διαφοροποιήσεις στη δομή τους. Οι βασικές κατηγορίες των ειδικών μισθολογίων είναι οι Δικαστικοί Λειτουργοί, τα μέλη ΔΕΠ (μόνιμοι καθηγητές) Α.Ε.Ι. - Τ.Ε.Ι, ερευνητές και ειδικοί επιστήμονες, ερευνητικό προσωπικό κλπ, ιατροί Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), Διπλωματικοί Υπάλληλοι και υπάλληλοι ΥΠΕΞ οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων, Μόνιμα Στελέχη Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, Καθηγητές Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού, Αρχιερείς, Μουσικοί. Αφορούν την Δικαιοσύνη, την εθνική άμυνα και εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη, την εθνική παιδεία, το εθνικό σύστημα υγείας, την έρευνα, τις διπλωματικές σχέσεις με τα άλλα κράτη, βασικοί τομείς για τη λειτουργία της Πολιτείας που προβλέπονται στο Σύνταγμα, για τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου που τελούν υπό την εγγύηση του ίδιου του Κράτους. (25Σ)
Η Δικαιοσύνη, η δικαστική λειτουργία κατά το Σύνταγμα είναι η τρίτη εξουσία για την οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας και ρυθμίζεται ειδικώς από το Σύνταγμα (87- 100Α). Το ισχύον Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 87 παρ. 1 ότι «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» και στο άρθρο 88 παρ. 2 ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 26 του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνεται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών του Κράτους (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και μέσω αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική) με την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής θεωρεί ο συνταγματικός νομοθέτης και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία μάλιστα καθιερώνει ευθέως (άρθρο 88 παρ. 2), επιτάσσοντας τη χορήγηση σ` αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας.
Οι ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, στα οποία ανήκουμε εμείς, προστατεύουν την εν γένει οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας και του Πολιτεύματος, την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία, και τυγχάνουμε ειδικού μισθολογίου, ώστε απερίσπαστα να προσφέρουμε υπηρεσίες και έργο στην Πολιτεία και την Πατρίδα μας, συμφώνως με τα όσα επιτάσσει του Σύνταγμα και οι νόμοι. Ομοίως και οι λοιποί απασχολούμενοι που αμείβονται με ειδικά μισθολόγια, παρέχουν υπηρεσίες βασικών δομών του Κράτους για να απολαμβάνουν οι Έλληνες Πολίτες ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, σε μία ευνομούμενη πολιτεία.
Είναι κατά τη γνώμη μας σαφές ότι άπαντες απασχολούμενοι (λειτουργοί, ένστολοι) με τη δικαστική λειτουργία της Πολιτείας, την προστασία πολιτεύματος και των πολιτών, την εθνική άμυνα και ασφάλεια της χώρας, την προάσπιση εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, την εξασφάλιση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών συνταγματικώς κατοχυρωμένα (παιδεία, έρευνα, υγεία), υπηρετούν την Πολιτεία για την υλοποίηση των συνταγματικών επιταγών, με έργο συνεχές και διαρκές, χωρίς χρονικούς περιορισμούς και πέρα από ωράρια και ανά πάσα στιγμή οφείλουν να εκπληρώνουν τα καθήκοντα τους.
Υπό τις αυτές (επιγραμματικές) ιδιαιτερότητες θεσπίστηκαν, ειδικά μισθολόγια ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους λειτουργούς, στους ένστολους, να λαμβάνουν αποδοχές ανάλογες των καθηκόντων τους και του έργου τους, που θα τους καλύπτουν και εξασφαλίζουν ένα βιοτικό επίπεδο, ώστε απερίσπαστοι να υπηρετούν το Κράτος και την Πολιτεία. Τούτο δε ενισχύεται και εκ των απαγορεύσεων που τίθενται σε αυτούς από το Σύνταγμα αρ. 29 παρ. 3 και αρ. 23 παρ.2.
Εντοπίζουμε την ιδιαιτερότητα των λειτουργών της δικαιοσύνης και των ένστολων των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, για τους οποίους ρητώς κατά τις επιταγές του Συντάγματος (23Σ παρ.2) απαγορεύεται με οποιαδήποτε μορφή η απεργία (στους δικαστικούς λειτουργούς και στα σώματα ασφαλείας). Το ζήτημα της δυνατότητας συστάσεως συνδικαλιστικών οργανώσεων έχει βεβαίως λυθεί, παρόλο που επί σειρά ετών είχε αμφισβητηθεί. Το δικαίωμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων της απεργίας για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων δεν ισχύει (απαγορεύεται) για τους λειτουργούς της δικαιοσύνης και τους ένστολους σωμάτων ασφαλείας, πολλώ δε μάλλον, και των ένοπλων δυνάμεων.
Για το λόγο αυτό τα ειδικά μισθολόγια των ανωτέρω κατηγοριών, θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις πραγματικές συνθήκες της φύσης και του σκοπού που εκπληρώνεται κάθε φορά λαμβανομένων υπόψη και των ιδιαιτεροτήτων της εκπλήρωσης των καθηκόντων τους, κατά το Σύνταγμα, ώστε απερίσπαστοι και αξιοπρεπώς να (μπορούν να) υπηρετούν την Πολιτεία.
Ιβ. ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΜΕΙΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΣΤΕΙ ΟΙ ΕΝΣΤΟΛΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ
Τα δύο προηγούμενα χρόνια εξ’ αιτίας της μνημονιακής πολιτικής και των οριζόντιων περικοπών έχουμε υποστεί απώλειες που αγγίζουν και το 40% των αποδοχών μας, με αποτέλεσμα το βιοτικό μας επίπεδο να υποχωρήσει δύο τουλάχιστον δεκαετίες.
Το χρονικό των περικοπών και μειώσεων των αποδοχών μας, επισημαίνουμε ότι στους Αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας οι περικοπές σε απόλυτο αριθμητικά ποσά είναι υψηλότερες, έχει ως ακολούθως:
Α. Ν.3833/2010 (ΦΕΚ Α-40/15.03.2010)
Προστασία της εθνικής οικονομίας - Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης.
Στις 5 Μαρτίου 2010 με το Νόμο 3833 ψηφίστηκαν τα μέτρα για τη Μείωση των Δημοσιονομικών Ελλειμμάτων και την εισοδηματική πολιτική του έτους 2010. Σε ότι αφορά το ένστολο προσωπικό και κατά συνέπεια τους Αστυνομικούς, προβλέπονται οι παρακάτω μειώσεις αναδρομικά από 1/1/2010:
• Με το άρθρο 1 παρ. 2 μειώνονται αρχικά όλα τα επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά κατά 12%, εκτός του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του οικογενειακού το οποίο παραμένει μόνο για τους έχοντες τέκνα ενώ καταργείται για τους έγγαμους χωρίς παιδιά η με ενήλικα τέκνα, και στη συνέχεια με νεότερο νόμο (Ν.3845/2010) μειώνονται περαιτέρω κατά 8% επιπλέον, δηλαδή συνολικά κατά 20%.
Πρέπει να σημειώσoυμε εδώ, ότι από την πλευρά μας δώσαμε μεγάλη μάχη προκειμένου να πείσουμε τους τότε Κυβερνητικούς Αξιωματούχους να μην συμπεριληφθούν στις περικοπές αυτές, οι αποζημιώσεις που λαμβάνουμε για την πέραν του πενθημέρου εργασία δηλαδή τα σαββατοκύριακα καθώς και την νυχτερινή εργασία μας, τα οποία θεωρούσαν ως επιδόματα και όχι ως αποζημίωση για πραγματική εργασία που προσφέρουμε.
Δεδομένου ότι το μισθολόγιο γενικότερα των ένστολων είναι επιδοματικού χαρακτήρα, στο μεγαλύτερο μέρος του, καθώς το σύνολο των επιδομάτων που περικόπηκαν ανάλογα με το βαθμό ενός εκάστου, ξεκινούν από τα 500 και ξεπερνούν στους υψηλόβαθμους τα 1000 ευρώ, οι μειώσεις κατά 30% όπως είναι αντιληπτό σημαίνουν σε πραγματικά νούμερα κατ΄ ελάχιστον 100 μέχρι και 300 ευρώ μηνιαίως για το καθένα.
Β. Παράλληλα με το Νόμο 3847/2010 περικόπτονται τα επιδόματα Πάσχα, Χριστουγέννων και Αδείας ως ακολούθως:
Για τους έχοντες εισόδημα τριών χιλιάδων ευρώ (3000) και άνω (μεικτά) μηνιαίως δεν λαμβάνουν κανένα από τα παραπάνω επιδόματα. Για τους υπολοίπους προσδιορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ το Δώρο Χριστουγέννων και σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ το Δώρο Πάσχα και Επίδομα Αδείας.
Γ. Δυστυχώς όμως οι μειώσεις δεν σταμάτησαν εδώ, καθώς.
1. Με το άρθρο 38 του Νόμου 3986/2011 αναστέλλονταν η χορήγηση του επιδόματος χρόνου Υπηρεσίας (4% κατ’ έτος) και οι μισθολογικές προαγωγές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
2. Σε συνέχεια δημοσιονομικών ρυθμίσεων επιβλήθηκε η ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας σε ποσοστό 2% επί του συνόλου των τακτικών αποδοχών. Οι κρατήσεις της παραπάνω εισφοράς είναι μόνιμες και η κράτηση τους θα είναι αναδρομική σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 4002/2011 από 1-1-2011. Για μας αυτό σημαίνει περαιτέρω μείωση αποδοχών από 45 έως 80 ευρώ το μήνα.
3. Με το άρθρο 38 του Νόμου 3986/2011 καθιερώνεται ειδική εισφορά των ασφαλισμένων στο Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ) που χορηγεί το ΕΦΑΠΑΞ. Η εισφορά αυτή υπολογίζεται σε ποσοστό 1% επί των τακτικών (μεικτών) αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων (πενθήμερα – νυχτερινά – εκτός έδρας ειδικά επιδόματα – δώρα κλπ) όλων των δικαιούχων του Ταμείου. Για τους ασφαλισμένους στα ταμεία της πρώην Χωρ/κής η εισφορά αυτή θα αποδίδεται στο Μ.Τ.Σ., που πρακτικά σημαίνει για μας περαιτέρω μείωση από 20 έως 40 ευρώ μηνιαίως στις καταβαλλόμενες αποδοχές.
4. Οι περικοπές στους μισθούς και η επιβολή νέων εισφορών και κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, συνοδεύτηκε και από τροποποιήσεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος μειώνοντας το αφορολόγητο αρχικά από 12.000 σε 8.000 ευρώ και στη συνέχεια στις 5.000 ευρώ. Το γεγονός αυτό σημαίνει αύξηση της μηνιαίας παρακράτησης φόρου για την εφορία κατά 60 ευρώ περίπου, διότι αυξήθηκε το φορολογητέο εισόδημα μας με την μείωση του αφορολογήτου.
5. Τον Ιούλιο του 2011 με το Νόμο 4002/2011 μειώνεται περαιτέρω κατά 10% το επίδομα ειδικής απασχόλησης, το οποίο μεταφράζεται σε μηνιαία μείωση 15 ευρώ για τους χαμηλόβαθμους και μέχρι και 45 ευρώ για τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς.
6. Με τον Νόμο 4024/2011 (ενιαίο μισθολόγιο) καταργήθηκε το επίδομα συζύγου, ύψους σήμερα 35 € και άλλαξε η αποζημίωση για κάθε προστατευόμενο τέκνο.
Πέραν των πραγματικών μειώσεων των αποδοχών μας κατά το διάστημα αυτό λήφθηκαν και τα ακόλουθα μέτρα- αύξηση εισφορών για τα ασφαλιστικά μας ταμεία.
1.-Τον Δεκέμβριο του 2010 με Υπουργική απόφαση του αρμοδίου εποπτεύοντος Υπουργείου Κοινωνικής Ασφάλισης Φ. 30218/28700/955 από 5-11-2010 (ΦΕΚ 1766/10-11-2010), έγινε δεκτή η απόφαση του Δ.Σ. του ΤΕΑΠΑΣΑ και αυξήθηκαν οι μηνιαίες κρατήσεις υπέρ του πρώην Τ.Α.ΑΣ. για παλιούς ασφαλισμένους αστυνομικούς καταταγέντες μέχρι 31-12-1992 από 5% σε 6% επί του βασικού μισθού, επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του σταθερού χρηματικού ποσού ύψους 317 ευρώ (αντί του επιδόματος εξομάλυνσης) και μάλιστα αναδρομικά από 1-3-2010. Στη πράξη αυτό σημαίνει αύξηση των παρακρατούμενων εισφορών και αντίστοιχη μείωση των αποδοχών μας από 15 μέχρι και 40 ευρώ μηνιαίως.
2.-Με την υπ΄αριθ.Υ.Α.Φ.951.1/3/682259 από 7-1-2011 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας και Προστασίας του Πολίτη, καθορίστηκε η πάγια μηνιαία κράτηση υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (Μ.Τ.Σ.) σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί του αθροίσματος των ποσών του βασικού μισθού και του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας των μηνιαίων αποδοχών των μετόχων του ΜΤΣ. Η απόφαση ισχύει από 1.2.2011. Στη πράξη αυτό σημαίνει αύξηση των εισφορών και αντίστοιχη μείωση των αποδοχών μας από 20 μέχρι και 50 ευρώ μηνιαίως.
Εάν αθροίσουμε όλες τις παραπάνω περικοπές που αναφέρθηκαν αναλυτικά και παράλληλα συνυπολογισθούν σε αυτές και η αύξηση των εισφορών και φόρων που επιβλήθηκαν (φορολογία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λ.π.) είναι φανερό ότι στα εισοδήματα μας το σύνολο των μειώσεων των αποδοχών μας ξεκινούν από 3.500 ευρώ ετησίως και σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν τις 12.000 ευρώ, συνυπολογιζόμενες και οι περικοπές των δώρων δηλαδή μείωση από 300 έως και 1000 ευρώ μηνιαίως.
Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε και τις διάφορες έκτακτες εισφορές (χαράτσια) που κληθήκαμε ως έλληνες φορολογούμενοι, μέσα στο 2011 και 2012 να καταβάλλουμε – (έκτακτη εισφορά, εισφορά ακινήτων, ειδική εισφορά αλληλεγγύης, αύξηση Φ.Π.Α., αύξηση προϊόντων, αύξηση ηλεκτρικού ρεύματος) – είναι πασιφανές ότι οι οικονομικές μας δυνάμεις και αντοχές όχι μόνο έχουν εξαντληθεί αλλά έχουν ξεπεραστεί προ πολλού.
Στο όνομα της συνεισφοράς όλων των Ελλήνων πολιτών, προκειμένου η Χώρα να ξεπεράσει την κρίση και να μπει στο δρόμο της ανάπτυξης, οι έλληνες αστυνομικοί ήδη από το 2010 συνεισέφεραν τα μέγιστα όπως έχει αποδειχθεί και καλούμαστε να εξασφαλίζουμε και παρέχουμε το αγαθό της ασφάλειας, προκειμένου οι συμπολίτες μας να διαβιούν, να εργάζονται και να δημιουργούν σε ασφαλές περιβάλλον.
Με τις διατάξεις αυτές του Ν.4093/2012 αναπροσαρμόστηκαν επί τα χείρω τόσο οι συντελεστές όσο και ο βασικός μισθός μας, βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί του αστυνομικού προσωπικού ανάλογα με το μισθολογικό βαθμό που φέρει, καθώς και τα πάσης φύσης επιδόματα που καταβάλλονται σε αυτό. Επιβλήθηκαν, δηλαδή, νέες περικοπές στις ήδη μειωμένες αποδοχές του αστυνομικού προσωπικού. Σχετικώς σας προσκομίζουμε πίνακα όπου φαίνονται οι περαιτέρω περικοπές μας.
Οι ένστολοι των Σωμάτων Ασφαλείας είναι εντελώς «ανυπεράσπιστοι» δίχως τη δυνατότητα ακόμα και της αντίδρασης – διεκδίκησης, απέναντι σε ρυθμίσεις, όπως η επίδικη. Διότι ακόμη κι αν η σχέση δημοσίου δικαίου, αποβεί ασύμφορη, συνεπεία των περικοπών, δεν έχουμε το δικαίωμα (αλλά ούτε και την πρακτική δυνατότητα) να συμπληρώσουμε το εισόδημα μας για αξιοπρεπή διαβίωση ημών και των οικογενειών μας, από άλλα εργασιακά εισοδήματα (αφού μόνο κατ΄ εξαίρεση μπορεί να δοθεί άδεια για υπηρεσιακή απασχόληση οποιουδήποτε τύπου, τα δε συνεχή ωράρια των αξιωματικών αστυνομικών, καθιστούν εν τοις πράγμασι αδύνατη την ετεροαπασχόληση). Επιπλέον, εμείς ως αστυνομικοί, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποδεσμευθούμε από τη σχέση μας με το ελληνικό δημόσιο, όποτε κρίνουμε αυτήν ασύμφορη ή άδικη, καθώς η όποια παραίτηση μας υπόκειται σε σοβαρότατους περιορισμούς και κυρίως στη δυνατότητα της υπηρεσίας να μην την αποδεχθεί (και μάλιστα κατά διακριτική ευχέρεια και χωρίς αιτιολογία), αφετέρου η ανεύρεση άλλης εργασίας είναι δυσχερέστατη λόγω συγκεκριμένης επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Επομένως, αν εμείς είχαμε κληθεί να συμβάλλουμε στην αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης κατ΄ εφαρμογή της αρχής της αναλογικής ισότητας ανάλογα με τους άλλους Έλληνες πολίτες ή τους κατοίκους του ελληνικού κράτους, εμείς θα έπρεπε να υποστούμε αν όχι μικρότερες τουλάχιστον, όχι μεγαλύτερες περικοπές από τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες, αφού είμαστε σε πιο δυσμενέστερη θέση νομικά και αντικειμενικά.
Ιγ. Στο Παράρτημα V-2 του 4046/12, «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» της 9ης Φεβρουαρίου 2012», ορίστηκε υπό τον τίτλο Ι. «Δημοσιονομική Εξυγίανση», μεταξύ άλλων, ότι «Μέχρι τον Ιούνιο του 2012 η Κυβέρνηση θα θεσπίσει νομοθετικά μία μείωση κατά μέσο όρο 10% στα αποκαλούμενα «ειδικά μισθολόγια» του δημοσίου τομέα, στα οποία το νέο μισθολόγια δεν ισχύει. Τούτο θα εφαρμοσθεί από την 1η Σεπτεμβρίου 2012 και εντεύθεν και θα επιφέρει εξοικονομήσεις της τάξεως των 114 εκατομμυρίων Ευρώ τουλάχιστον (με αντίκτυπο μεταφοράς 226 εκατομμυρίων Ευρώ το 2013)(καθαρό ποσόν αφού ληφθεί υπόψιν η επίπτωση επί των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης).»
Μέχρι τον Ιούνιου 2012 αλλά και μέχρι την 1-9-2012 ουδέν είχε ρυθμιστεί για τα αποκαλούμενα ειδικά μισθολόγια. Μόλις την 12-11-2012 με τον ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» με τις διατάξεις των περ.31-33 της υποπαρ.Γ.1. του Ν.4093/2012 αναπροσαρμόστηκαν οι αποδοχές των αστυνομικών υπαλλήλων κατά τρόπο που οδηγεί σε μειώσεις των αποδοχών που λαμβάνουν, αναδρομικά από 1-8-2012. Οι μειώσεις αυτές έρχονται να προστεθούν σε μειώσεις που επιβλήθηκαν με προγενέστερους νόμους, ήτοι τους Ν.3833/2010 και 3845/2010, ως εκτενώς έχει αναφερθεί στην αίτηση ακύρωση αλλά και ανωτέρω.
Στην περ.37 της υποπαρ. Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012 εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Οικονομικών να καθορίσει με απόφασή του τον χρόνο και τον τρόπο επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών, λόγω της εφαρμογής των διατάξεων που προβλέπουν την περικοπή των αποδοχών των αμειβομένων με ειδικά μισθολόγια, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που είχαν καταβληθεί από 1-8-2012 και των αποδοχών όπως αυτές διαμορφώθηκαν με την αναδρομική εφαρμογή του Ν.4093/2012.
Δυνάμει της ανωτέρω νομοθετικής εξουσιοδότησης εκδόθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2012 η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση υπ’αριθμ. οικ.2/83408/0022 «Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012», η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ 3017/14-11-2012, το οποίο κυκλοφόρησε την 16-11-2012, η δε απόφαση αναρτήθηκε στο διαδίκτυο (ΔΙΑΥΓΕΙΑ) την 19-11-2012 οπότε και λάβαμε πλήρη γνώση αυτής.
Στο δε άρθρο 27 του ν. 4024/2011 με την περ. 38 β του ν. 4093/2012 προστέθηκε «1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (Α` 40), μετά τη λέξη απολαβές προστίθεται η φράση «ή σύνταξη». 2. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 (Α` 152), εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους λειτουργούς και υπαλλήλους που δεν εμπίπτουν ρητά στις διατάξεις του «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β` Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια.» Η τελευταία μέσα σε " " φράση της παρ.2 προστέθηκε με την υποπαράγραφο Γ.1. εδαφ.38.β Ν.4093/2012,ΦΕΚ Α 222/12.11.2012.
Ιδ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΑΠΟ 18-2012.
Όπως προαναφέρθηκε ο Ν.4093/2012 δημοσιεύθηκε με το ΦΕΚ Α 222/12.11.2012 αλλά ο ίδιος ο νόμος όρισε αναδρομική εφαρμογή επί αποδοχών που είχαν ήδη εισπραχθεί από 1-8-2012 δηλαδή περικόπηκαν όχι μόνο γεγενημένες απαιτήσεις αλλά δεδουλευμένες αποδοχές για εργασία που είχε ήδη παρασχεθεί, κατά προφανή παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Να σημειώσουμε ότι ανάλογη ρύθμιση περί αναδρομικής εφαρμογής του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων δεν είχε υπάρξει, διότι με τον ν. 4024/2011 η έναρξη ισχύος του ήταν η 1-11-2011. Η αρχή της ισότητας (αρ.4Σ) αφορά όχι μόνο την εφαρμογή του νόμου αλλά και τη θέσπιση του. Στην ίδια αρχή προσκρούει και η προβλεπόμενη στο νόμο αναδρομική ισχύς αν αυτή δημιουργεί αυθαίρετες διακρίσεις, όπως εν προκειμένω, διότι σε ουδέν άλλο εκ των αμειβομένων με μισθολόγια δημοσίου, (ενιαίο έναντι των ειδικών), επεβλήθη αναδρομική μείωση αποδοχών. Το δε οξύμωρο αυτής της ρύθμισης προκύπτει εκ της εκ των υστέρων εξαγγελίας «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β` Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια.» διατύπωσης που προστέθηκε με τον 4093/12 νόμο που επέβαλε τις μειώσεις.
Και ενώ το δημόσιο δεν είχε προχωρήσει στην αλλαγή του μισθολογίου μας, εντός των προθεσμιών που έχει θέσει, και παρέχουμε τις υπηρεσίες μας και αμειβόμαστε για αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενο από το νόμο, όπως αυτός ίσχυε, έστω και με τις περικοπές, το κράτος δεν αλλάζει μόνο προς το χείρον το μισθολόγιο μας αλλά αυθαίρετα, δίχως σχετική αιτιολογία και για ποιος λόγους ιδιαιτέρου δημοσίου συμφέροντος υπαγορεύθηκε αυτό, αναπροσάρμοσε του μισθούς μου προς τα κάτω όχι από την ψήφιση του σχετικού νόμου αλλά αναδρομικά από 1-8-2012. Επίσης «βάφτισε» ως αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές τις προκύπτουσες διαφορές από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
Δηλαδή οι αποδοχές που λάβαμε από 1-8-2012 έως 30-11-2012, για εργασία ήδη παρασχεθείσα, ως όριζε ο νόμος, δεδουλευμένες αποδοχές μπορεί ανά πάσα στιγμή ο νομοθέτης να «ονοματίσει» μέρος αυτών ή και το σύνολο τους ως αχρεωστήτως καταβληθείσες και φυσικά να αξιώσει την επιστροφή τους, δίχως καμία αιτιολογία και δίχως να υπάρχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος. Θα ήταν δυνατόν να οριστεί με το νόμο ότι οι διατάξεις του ν.3205/2003 (για τα ειδικά μισθολόγια) αντικαθίστανται από 1-6-2012 ή ( και γιατί όχι) από 1-1-2012, ποιος μπορεί να το ορίσει ή προσδιορίσει! Ούτε βεβαίως πρόεκυψε αιφνιδιαστική δημοσιονομική ανατροπή, ούτε και υπάρχει επίκληση για πρόσφορη και αναγκαία επίτευξη επιδιωκόμενου σκοπού του νομοθέτη, που ενδεχομένως να δικαιολογούσε τέτοιου είδους επέμβαση σε γεγενημένο περιουσιακό δικαίωμα. Ας μην παραγνωρίζουμε και το γεγονός ότι ήδη από το 2012 οι αποδοχές μας είχαν υποστεί δραματικές μειώσεις, προς το σκοπό της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, δηλαδή είχαν τύχει εφαρμογής περικοπές στους μισθούς μας, είχε γίνει επέμβαση στην περιουσίας μας.
Επιπλέον οι «αχρεωστήτως» καταβληθείσες αποδοχές μας δεν προέκυψαν εκ λάθους υπολογισμού ή εσφαλμένης εκκαθάρισης ή από ανακριβή στοιχεία που είχαμε χορηγήσει ή ακόμα και εσφαλμένης εφαρμογής νόμου, αλλά κατά παράβαση του Συντάγματος της αρχής της ισότητας και της αρχής της εμπιστοσύνης του διοικουμένου και Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί προστασίας και σεβασμού της περιουσία του προσώπου, με την αναδρομική εφαρμογή των υπό κρίση περιπτώσεων του νόμου 4093/13. Ακόμη η αναζήτηση αχρεωστήτως πλην όμως καλοπίστως ληθφεισών από τον υπάλληλο χρηματικών αμοιβών είναι νόμω ανεπίτρεπτος ως αντικείμενη στις αρχές της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης ( ΣΕ 2226/63).
Στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε, μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προααναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους. Περαιτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψεις 23 και 26, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94). Πάντως με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, Juhani Saarinen κατά Φινλανδίας, Νο 69136/01, Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψη 23, Vilho Esken και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 77), με συνέπεια να μην αποκλείεται, καταρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, σκέψη 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25, Adrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 83). Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50).
Ομοίως έχει γίνει δεκτό με τα πρακτικά της ΟλΕΣ ότι «Όπως παγίως έχει γίνει δεκτό από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. ενδεικτικά αποφάσεις 1517/2011, 2028/2004, 1952/2004 κ.ά.), με τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, θεσπίζεται, κατ` αρχήν, γενικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων βεβαίως των αρχών της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος). Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα". Καλύπτονται έτσι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν επί αρνήσεως να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Από την ίδια διάταξη συνάγεται, περαιτέρω, ότι η διατήρηση στο διηνεκές του συστήματος αναπροσαρμογής απονεμηθεισών ήδη συντάξεων δεν αποτελεί δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τη διάταξη αυτή περιουσίας και συνεπώς η για το μέλλον μεταβολή του συστήματος αυτού δεν παραβιάζει την εν λόγω διάταξη. Αντιθέτως, η αναγνωρισμένη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του ήδη συνταξιούχου για αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση επελθούσα γενική αύξηση των μισθών των εν ενεργεία συναδέλφων του, η οποία έχει γεννηθεί ήδη από του χρόνου εκείνου και επομένως αποτελεί από τη γέννησή της στοιχείο της περιουσίας του δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικώς, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεσθεί ή περιορισθεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση, αν δεν συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι να δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος. Διαφορετικά, δεν συμβιβάζονται προς την προεκτεθείσα υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, αφού τείνουν σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευομένου από αυτήν περιουσιακού αγαθού. Ενόψει των ανωτέρω, τα οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ισχύουν και επί μειώσεως της σύνταξης, η διάταξη της παρ. 12 του νομοσχεδίου με την οποία ορίζεται ως χρόνος αναπροσαρμογής (μείωσης) της σύνταξης των διεπομένων από τα ειδικά μισθολόγια συνταξιούχων, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Και τούτο γιατί θίγουν το νομίμως αναγνωρισμένο με τις μέχρι τώρα ισχύουσες διατάξεις περιουσιακής φύσεως δικαίωμα των εν λόγω συνταξιούχων του Δημοσίου για μη μείωση των συντάξεών τους για το χρονικό σημείο πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και έως την 1.8.2012, χωρίς περαιτέρω να προκύπτει ότι η εν λόγω αναδρομική μείωση υπαγορεύθηκε από λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος κατόπιν βεβαίως τηρήσεως των αρχών της ισότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 παρ. 1 και 5) και της αναλογικότητας, ενόψει και του γεγονότος ότι όμοια ρύθμιση δεν θεσπίσθηκε και για τους λοιπούς εν γένει συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι σημειωτέον υπέστησαν μόνον τις μέχρι τούδε ποσοστιαίες μειώσεις επί των συντάξεών τους.
Εξάλλου, από την αιτιολογική έκθεση του Ν.4093/2012, ΔΕΝ προκύπτει με σαφήνεια συγκεκριμένος λόγος δημοσίου συμφέροντος ο οποίος να επιβάλλει και να αιτιολογεί την για πολλοστή φορά περικοπή του εισοδήματος της συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων του Δημοσίου. Αντίθετα, περιορίζεται στην απλή αναφορά ότι «με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13 έως 36 προβλέπονται, από 1-8-2012, οι μειώσεις επί των αποδοχών όλων των αμειβομένων με ειδικά μισθολόγια». Πλην όμως, μία τέτοια αιτιολογία δεν μπορεί να στηρίξει την δραματική περικοπή του εισοδήματος χιλιάδων υπαλλήλων, ούτε να αιτιολογήσει τις επί μέρους περικοπές.
Η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο απαίτηση του δημοσίου υπαλλήλου, συνιστά από τη γέννησή της στοιχείο της περιουσίας του, και δεν επιτρέπεται να περιοριστεί με μεταγενέστερη νομοθετική ρύθμιση. Η ψήφιση της επίμαχης διάταξης που συνεπάγεται τον αναδρομικό περιορισμό όχι μόνο γεγενημένων, αλλά ήδη αποκτημένων δικαιωμάτων (καταβεβλημένες δεδουλευμένες αποδοχές οι οποίες και δε σώζονταν) είναι ανεφάρμοστη κατά το σκέλος αυτό ως αντίθετη στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. εφόσον μάλιστα ο περιορισμός του περιουσιακού δικαιώματος στις νομοθετημένες αποδοχές των αστυνομικών υπαλλήλων δεν συνδυάζεται με έτερη καταβολή αποζημίωσης (βλ. την από 14/11/04 Απόφαση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και την υπ. αρ. 0027/12-19/1/04 Πράξη Α Κλιμακίου Ελεγκτικού Συνεδρίου - Διοικ. Εφ. Αθηνών 954/99, Δι. Δίκη 1999, σελ. 923 - Α.Π. Ολ. 33/2002- Σ.Τ.Ε 4229/95).
Οι περικοπές στις αποδοχές των αστυνομικών υπαλλήλων έχουν αναδρομική ισχύ, καθώς οι μειώσεις αναδράμουν στην 1-8-2012. Συνεπώς, συνιστούν ευθεία προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία καθώς οδηγούν σε αφαίρεση αποδοχών που έχουν ήδη νομίμως καταβληθεί. Οι
Κατά συνέπεια, τόσο οι περ.31-33 όσο και η περ.37 της υποπαρ.Γ.1 του Ν.4093/2012, στο βαθμό που προβλέπουν την αναδρομική επιβολή μειώσεων και την παρακράτηση των δήθεν «αχρεωστήτως» καταβληθεισών αποδοχών, προσβάλλουν το δικαίωμα στην περιουσία, χωρίς μάλιστα ούτε να γίνεται επίκληση συγκεκριμένου λόγου δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την αναδρομική μείωση, ούτε να προβλέπεται καταβολή αποζημίωσης. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει εκδοθεί κατά παράνομη εξουσιοδοτική διάταξη και διά της οποία υλοποιείται η παρακράτηση των καταβληθεισών αποδοχών, είναι παράνομη και ακυρωτέα.
Ι. ε Παραβίαση της συνταγματική αρχής της εμπιστοσύνης.
Η συνταγματική ισχύς της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης γίνεται κατ' αρχήν δεκτή από την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
("Παραρά, Corpus, άρθρο 2, αρ.12 και Παραρά, Corpus, άρθρο 2, αρ.13).
Ήδη έχει γίνει σαφώς δεκτή η υπερνομοθετική ισχύς της αρχής, είτε ως συνιστώσα του κράτους δικαίου, είτε ως συνέπεια της προστασίας της ανθρώπινης αξίας (αρ.2 παρ.1 του Συντάγματος). Ειδικότερα η ΣτΕ 2261/1984 (βλ. επ'αυτής και Π.Παυλόπουλου, Το τεκμήριο νομιμότητος των διοικητικών πράξεων και η αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του διοικουμένου, ΕΔΔΔ 1987.196 και σημ.11) αναφέρεται ρητά στις "συναγόμενες κατ' αρχήν από το Σύνταγμα αρχές της προστατευομένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας", η ΣτΕ 247/1980 θεμελιώνει την υπερνομοθετική ισχύ της αρχής στο 2 παρ.1Σ και η ΣτΕ 805/1987, αν και απορρίπτει για άλλους λόγους την σχετική αίτηση, δέχεται το "συνταγματικώς ανεπίτρεπτο" της παραβίασης της αρχής (βλ. σχετικά Σ. Παππά, Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, Διοικητική Μεταρρύθμιση, 1987. 80),.
Αυξημένη τυπική ισχύ έχει η υπό κρίση αρχή και λόγω της αναγνώρισης της, ως αρχής του κοινοτικού δικαίου, η οποία υπερισχύει κάθε άλλου κανόνα της εθνικής έννομης τάξης (βλ. σχετικά Α.ΜΑΚΑΡΟΥΝΗ, Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη, όψεις του ευρωπαϊκού κοινοτικού και του ελληνικού Δικαίου Διοικ.Δίκη 1991.1). Ήδη από το 1978 με την σημαντική απόφαση Toepfer (Απόφαση της 3-5-1978 Rec 1978, s.1019) το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει δεχθεί ότι η αρχή της εμπιστοσύνης "αποτελεί τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης, ούτως ώστε παράβασή της να συνιστά παραβίαση της Συνθήκης Ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κάθε κανόνα σχετικού με την εφαρμογή της, κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης". Το Δικαστήριο θεωρεί γενικά ότι, βάσει της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και με την εξαίρεση συνδρομής άμεσου και επιτακτικού κοινοτικού ή εθνικού δημοσίου συμφέροντος, μέτρα τα οποία ανατρέπουν ευνοϊκές ρυθμίσεις στις οποίες ο μέσος πληροφορημένος και καλόπιστος πολίτης υπολόγιζε, δεν μπορούν να εφαρμόζονται απροειδοποίητα και χωρίς πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου. Η αρχή αυτή δεσμεύει όχι μόνον τη διοίκηση, αλλά και τον νομοθέτη, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να προβλέπει τουλάχιστον μεταβατικές διατάξεις σε νόμους που προσβάλλουν παγιωθείσες καταστάσεις στις οποίες οι πολίτες απέβλεπαν με εμπιστοσύνη.
Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει η έλλειψη νομιμότητας της αναδρομικής μείωσης των αποδοχών και λόγω της αντίθεσής της στην ως άνω συνταγματική αρχή, αλλά και της ανεπίτρεπτης εφαρμογής της καθώς αντίκειται στην ΕΣΔΑ αφού επιβλήθηκε χωρίς δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, αλλά και ούτε τέτοια αναφέρονται.
Ι.στ Περιορισμός που τείνει σε αποστέρηση προστατευόμενου από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. περιουσιακού αγαθού, είναι ανεκτός μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπονται από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται με ειδική αιτιολογία. Απαιτείται, επομένως, ως λόγος θέσπισης τέτοιων περιορισμών, η ύπαρξη ορισμένης δημόσιας ωφέλειας, η οποία είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητώς στο κείμενο του νόμου ή την αιτιολογική του έκθεση και να δικαιολογεί ειδικώς την εξαίρεση από τον κανόνα της προστασίας της περιουσίας (ΕλΣ 1562/2005, ΕΔΔΔΔ 2005, σελ. 822), λαμβανομένων υπόψη των συνταγματικώς κατοχυρωμένων και δικαστικώς εκτιμώμενων αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (Βλ. ΕλΣ Ολ 510, 1939/2009, ΕΔΚΑ2009, σελ. 429, 581, ΣτΕ [Ολ] 668/2012, σκ. 35, όπ.π.). Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79,Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος,της 8.7.2004, σκέψη 25, Adrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009).
Το Ε.Δ.Δ.Α. δέχεται παγίως ότι στην έννοια της περιουσίας του άρθρου 1 του Π.Π.Π. περιλαμβάνεται και η αξίωση για καταβολή των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους μέλους αποδοχών, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, απόφ. της 8.2.2006, Vilho Eskelinen και λοιποί κατά Φινλανδίας, απόφ. της 19.4.2007). Και ναι μεν το άρθρο 1 Π.Π.Π. δεν εγγυάται στους ασφαλισμένους ή τους υπαλλήλους δικαίωμα σε ορισμένο ποσό σύνταξης ή μισθού (Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Andrejeva κατά Λετονίας,απόφ. Της 18.2.2009, Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Λαδάς, απόφ. 21.2.2008, υπόθ. Asmundsson,απόφ. 12.10.2004, ΕΔΚΑ 2005, σελ. 97, υπόθ. Domalewski, απόφ.15.6.1999), εντούτοις οι περικοπές αποδοχών, συντάξεων κ.λπ. πρέπει να είναι «εύλογες», δηλαδή να μην καταργούν πλήρως το δικαίωμα ούτε να οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου που θα συνιστούσε προσβολή της αξιοπρέπειας των δικαιούχων, κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Moskal, απόφ. 15.9.2009, υπόθ. Budina, απόφ. 18.6.2009, υπόθ. Asmundssοn, απόφ. 30.3.2005 και υπόθ. Larioshina, απόφ.23.4.2002).
Ήδη με την, για ακόμη μία φορά, μείωση – περικοπή των αποδοχών μας αποδεικνύεται ότι τα μέτρα που έχουν ληθφεί προς την κατεύθυνση της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μέσω της μείωσης και της περικοπής των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι εν τέλει αποτελεσματικά, εν αντιθέσει με τα όσα υποστήριζε το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις αρχικές περικοπές το 2010. Η δε συνεχής προσφυγή σε αυτή την τακτική εγκυμονεί τους κινδύνους της κατάρρευσης και κατάργησης των ασφαλιστικών ταμείων, διότι με την μείωση των αποδοχών μειώνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές. Προς εξισορρόπηση και αντιμετώπιση των μειώσεων αυτών αυξάνονται τα ποσοστά ασφάλισης με συνέπεια οι καταβαλλόμενες αποδοχές μας να μειώνονται εμμέσως περισσότερο από τα εξαγγελλόμενα μέτρα. Με τις «κρυφές» αυτές επιπλέον μειώσεις και περικοπές οι αποδοχές μας έχουν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη μείωση και το βιοτικό επίπεδό μας συμπιέζεται συνεχώς προς τα κάτω με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνονται οι πραγματικές αποδοχές που λαμβάνουμε και να παραβιάζονται τα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης μας, καθόσον αυτές οι απολαβές μας έχουν πλέον εκμηδενιστεί, και δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές συνθήκες εργασίας μας της φύσης και του σκοπού των καθηκόντων μας και της αποστολής μας έναντι της Πολιτείας.
Επειδή τα ανωτέρω είναι νόμιμα, βάσιμα και αληθή.
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να γίνει δεκτό το υπόμνημα μας και η αίτηση ακύρωσης.
Να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. οικ.2/83408/0022 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 3017/14-11-2012).
Να καταδικαστεί το αντίδικο στη δικαστική μας δαπάνη.
Αθήνα, 19 Δεκεμβρίου 2013
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου